Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο ΙΙ

«Γιατί δε μου είπες τίποτα;» τον ρώτησα με το που μπήκε στο σπίτι.
Κατάλαβε αμέσως, μόλις είδε τη μηλόπιτα στο τραπέζι και χαμογέλασε, μ’ εκείνο το αποκρυπτικό κάπως τρόπο, που πάντα μου άρεσε.
«Έκανε πάλι το θαύμα της η κυρά-Ρόντα!» δήλωσε κατηγορηματικά, αλλά όχι με πικρία. Σα να το περίμενε. «Δεν είχα τι να σου πω. Δε μου αρέσει άλλωστε να μιλάω για τον εαυτό μου και το ξέρεις».
«Ναι, αλλά έπρεπε να μου μιλήσεις για ετούτο, Άντι. Θα μπορούσα να σε βοηθήσω».
«Δεν είναι δικός σου αυτός ο αγώνας, Χοπ. Δεν ήθελα να περιπλέξω τα πράγματα μεταξύ μας. Εξάλλου τα βγάζω πέρα μια χαρά».
«Θα μπορούσες να τα βγάζεις καλύτερα».
«Με τα λεφτά του μπαμπά σου; Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Είμαι αλλιώς μαθημένος…»
«Σε καταλαβαίνω, Άντι, κι ένας θεός ξέρει ότι δε θέλω να σε αλλάξω, μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι, αυτός που είσαι. Αλλά, να, τώρα με πιάνει το παράπονο. Σκέφτομαι ότι δεν έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη σου και γι’ αυτό δε μου μιλάς…»
«Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα. Ίσως… Ίσως απλά να είμαι λίγο παράξενος, ιδιόρρυθμος, όπως θέλεις πες με. Δε μου αρέσει να φορτώνω τα βάρη μου στις πλάτες των άλλων».
«Εσύ τότε γιατί φορτώνεσαι τα βάρη που δε σου ανήκουν; Και γιατί δε θέλεις να γνωρίζω εκείνα που θα με έκαναν περήφανη για σένα, πού θα μου έλεγαν ποιος στ’ αλήθεια είσαι;»
«Απλά έτσι έμαθα. Έτσι με δίδαξαν οι γονείς μου. Αυτοί πάντα βοηθούσαν τους άλλους στα κρυφά, κι ας μην ήμασταν σε καλύτερη μοίρα απ’ εκείνους. Αυτοί με έμαθαν να κοιτώ τον κόσμο με συμπόνια, να ψάχνω στους ανθρώπους το καλό και όχι να προσπαθώ με το έτσι θέλω ν’ ανακαλύψω την όποια κακία κρύβουν μέσα τους».
«Κι η Σάρα;»
Το πρόσωπό του φωτίστηκε νοσταλγικά, τα σχεδόν πάντα γαλήνια μάτια του έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από αγάπη στην σκέψη της, στο άκουσμα του ονόματός της.
«Η Σάρα! Δε σου μίλησα γι’ αυτήν κι απολογούμαι, αλλά και πάλι δεν ήξερα τι να σου πω. Δε μου αρέσει να το παίζω τραγικός…»
Γέμισε την κουζίνα ερωτηματικά η σιωπή του. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα απαλά το δεξί δικό του, που έμοιαζε να έχει παραλύσει κρατώντας την κούπα του καφέ. Το βλέμμα του έμοιαζε να ταξιδεύει αλλού, στην αγαπημένη του αδελφή ίσως. Το δικό μου προσπαθούσε να μαντέψει το μέσα του. Πόσα άλλα μυστικά μού κρύβει; αναρωτιόμουνα. Ένιωθα τόσο περίεργα, τόσο ξένη απ’ τον πρότερο εαυτό μου. Ο Άντι, με τα λόγια και τα έργα και τις σιωπές του, έμοιαζε να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο μέσα μου, να ορίζει πια δίχως να καθορίζει τη ζωή μου.
Το χέρι που κρατούσε την κούπα την άφησε και πήρε ζεστά το δικό μου. Με το άλλο μου χάιδεψε το μάγουλο. Πήρε να μου μιλάει δίχως λόγια κι εγώ σιωπηλά του φώναζα πως ήθελα να τα μάθω όλα. Ύστερα του το είπα κιόλας, κι εκείνος αρκέστηκε σ’ ένα τρυφερό χαμόγελο, για να μου απαντήσει μετά πως το όλα δεν υπάρχει.
Όταν βγήκαμε έξω είχε απλωθεί βαθύ σκοτάδι. Μόνο το σπίτι της Ρόντας έριχνε φως, σαν μια παραφωνία, στη φύση. Ήταν μια βραδιά ανέφελη και χωρίς φεγγάρι. Ο ουρανός ήτανε διάσπαρτος απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ αστέρια, ενώ τη γη δρόσιζε ένα αεράκι απαλό, σαν ψίθυρος. Μου κρατούσε το χέρι και περπατούσαμε. Του κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Κάποια πουλιά της νύχτας σπούσαν πού και πού τη σιγή, επιβεβαίωναν ότι βρισκόμασταν εκεί, οι δυο μας μαζί, στη μέση του όμορφου πουθενά.
«Δεν μπορώ να στα πω όλα, μα μπορώ να στα δείξω», μου είπε ξαφνικά βγάζοντάς με από την ευχάριστη περισυλλογή μου. «Αλλά, ίσως να μη σου αρέσουν αυτά που θα δεις», βιάστηκε να προσθέσει.
«Η απόφαση είναι δική μου. Κανείς δε με υποχρέωσε να είμαι εδώ, αυτή τη στιγμή, μαζί σου».
«Είναι σκληρός ο κόσμος μου, Χοπ, κι εσύ είσαι αλλιώς μαθημένη».
«Θα προσαρμοστώ. Θ’ αλλάξω. Αλλάζω συνεχώς…» Εσύ με κάνεις ν’ αλλάζω, προς το καλύτερο, ήθελα να του πω, μα δεν το έκανα.
«Κι εγώ!»
Διασχίσαμε κάτι χωράφια, όπου οι μόνες σκιές που έπεφταν ήταν οι δικές μας, κι αυτές κάποιων αιωνόβιων δέντρων, για να καταλήξουμε σε μια απόκρυφη όχθη του ποταμού, που επέμενε να παραμένει ζωντανός. Καθίσαμε εκεί για ώρα πολλή, ακούγοντας το νερό να κυλά, τα βατράχια πού και πού να κοάζουν, τις κουκουβάγιες να στέλνουν τα δικά τους μηνύματα. Καθισμένη δίπλα του, κρυμμένη στην αγκαλιά του, μπορούσα και σιωπούσα υπέροχα, μπορούσα και απολάμβανα αβίαστα την ομορφιά της φύσης.
«Αν μείνεις μαζί μου…» Πήγε να μιλήσει, αλλά και πάλι άφησε την πρότασή του στη μέση. Το έκανε τόσο συχνά αυτό. Ίσως να τον φόβιζαν τα λόγια περισσότερο απ’ τις σιωπές. Ίσως και να ένιωθε ότι δεν ήμουνα ακόμη έτοιμη ν’ αποδεχτώ τον κόσμο του, αυτόν που απλωνόταν τώρα μπροστά μου -σ’ ένα σκοτάδι εξαίσια ζεστό και στις αισθήσεις καταπραϋντικό- κι εκείνον τον άλλο, που ακόμη δεν είχα γνωρίσει. Δεν τον πίεσα να μιλήσει, αφού ήμουνα σίγουρη ότι θα το έκανε. Τον άφησα να βρει τις λέξεις, να τις ζυγίσει μία-μία προτού τις αφήσει να ξεφύγουν απ’ τα χείλη του.
«Αν μείνεις μαζί μου θα υποφέρεις πολύ», είπε τελικά με μια ανάσα, χαμηλόφωνα. Δεν ταράχτηκα. Καθόλου. Σχεδόν μάντεψα τα λόγια του, περίμενα ν’ ακούσω αυτές τις λέξεις. Έτσι σήκωσα σιγά-σιγά το κεφάλι κι επιχείρησα, στο αμυδρό φως, να διαβάσω το βλέμμα του. Πάλι στραμμένο προς τα μέσα έμοιαζε.
«Προτιμώ να υποφέρω κοντά σου, παρά να είμαι ευτυχισμένη χωρίς εσένα», του είπα με πεποίθηση, κι εκείνος δεν άντεξε, για λίγο γέλασε.
«Πού το διάβασες αυτό;» με ρώτησε και του απάντησα ειλικρινά ότι δεν το διάβασα. Ότι απλά το έλεγα και το εννοούσα.
«Η ζωή…» Μου χάρισε και πάλι δυο λέξεις και τρεις τελείες, τα αιώνια αποσιωπητικά του.
Έψαξα τα χείλη του, βρήκε τα δικά μου. Το ποτάμι εξακολουθούσε να κυλάει, η γη να γυρίζει, μα εμείς ήμασταν πια κάπου αλλού.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο


Απ' τα ωραία της ζωής ή, αν προτιμάτε, απ' τα τερτίπια της συγγραφής. Όταν άρχισα να γράφω το πιο κάτω το φανταζόμουνα σα μια ιστορία-οδηγό, χιλίων πεντακοσίων λέξεων το πολύ, την οποία θα ξαναέγραφα και θα ανέπτυσσα περισσότερο αργότερα. Αλλά να που αυτή αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στο χέρι της και απ' το πουθενά πάει να μου προκύψει μυθιστόρημα ή τουλάχιστον νουβέλα. Πρόκειται για μια απλή αφήγηση για τα προφανή μα ακατανόητα της ζωής. Ένα απόσπασμα:

Τ’ όνομά μου είναι Χοπ, ή ίσως και Χόουπ -ανάλογα με την προφορά- και θέλω να προσφέρω ακριβώς αυτό που λέει, ελπίδα δηλαδή. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Πώς να είναι άλλωστε, αφού πού και πού νιώθω ακόμη κι εγώ η ίδια απελπισμένη! Ωστόσο προσπαθώ, κάνω ό,τι μπορώ, κι ας είμαι τόσο μόνη. Όχι ακριβώς μόνη, αλλά μόνη. Αυτά που κάνω είναι η ζωή μου, δίχως αυτά δεν έχω ζωή. Δεν έχω ζωή.
Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, μ’ ένα πατέρα που ήταν σχεδόν πάντα απόν και μια μητέρα που μόνο φαινομενικά ζούσε εκεί. Είχαμε λεφτά με την ουρά, αφού η μητέρα μου καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια κι ο πατέρας μου ήταν ένας αδίστακτος άνθρωπος, που κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να σταθεί στο δρόμο του προς την κορυφή. Όταν λέμε κορυφή βλέπε, το χρήμα και τη φήμη. Το πρώτο το απέκτησε σχετικά εύκολα, με ένα γάμο, το δεύτερο, λίγο πιο δύσκολα, πατώντας επί πτωμάτων. Στην αρχή ήταν απλά ένα μικρό στέλεχος μιας μεγάλης επιχείρησης, αλλά σαν άτομο χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και άγνοια της λέξης ενοχή, πήρε σιγά-σιγά ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς την κορυφή που ονειρευόταν. Διαθέτοντας ένα λαμπρό μυαλό και μια καρδιά από πέτρα, κατόρθωσε σε λίγα μόλις χρόνια να γίνει συνέταιρος σ’ εκείνη την πρώτη του δουλειά, και -αφού έφτιαξε το όνομά του- να την παρατήσει και να φύγει γι’ άλλα. Με το χρήμα της μάνας μου, αλλά και με τις δικές του πλέον οικονομίες, δημιούργησε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών, που όπως έλεγε τον έβαλε στον χάρτη. Σιγά-σιγά το όνομά του άρχισε να αναφέρεται όλο και πιο συχνά στα οικονομικά ένθετα των εφημερίδων και τα περιοδικά, κι εκείνος πήρε να εμφανίζεται σαν ειδικός στα τηλεοπτικά πάνελ, να δίνει συνεντεύξεις, να οργανώνει δεξιώσεις για πολιτικούς και επιχειρηματίες, να καταξιώνεται.
Πού ήμουνα εγώ όταν συνέβαιναν όλ’ αυτά; Κλεισμένη στο χρυσό κλουβί μου, φυσικά. Πρώτα παρέα με τις γκουβερνάντες, ύστερα με τις νηπιαγωγούς και τους δασκάλους στα καλύτερα σχολεία, και μετά σπουδάζοντας -άβουλο πλάσμα όπως ήμουνα- διοίκηση επιχειρήσεων σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Είχα ένα όνειρο να πραγματοποιήσω βλέπετε, το όνειρο του πατέρα μου. Όσο για τη μάνα μου, το είπα και πιο πάνω, ήταν σα μια σκιά στη ζωή μου, μια γυναίκα ουσιαστικά άγνωστη, που απλά έτυχε να με γεννήσει.
Τη θυμάμαι τώρα και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω, όχι με ζεστασιά, αλλά ειρωνικά. Πόσο διαφορετικές είμαστε! Σχεδόν από άλλο πλανήτη. Εκείνη ήτανε πάντοτε κομψή, καλοντυμένη, στολισμένη με χρυσαφικά και διαμάντια, βαμμένη μέρα-νύχτα στην εντέλεια, και με εξεζητημένες κομμώσεις, που σύμφωνα μ’ ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό δημιουργούσαν μόδα. Κι είχε κι εκείνο το παγωμένο πράσινο βλέμμα, που πάντα έλαμπε, αλλά στο οποίο ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς ένα ίχνος αγάπης, συμπάθειας έστω. Εγώ; Εγώ, τώρα μοιάζω σαν αλητάκι. Απλά ένα αλητάκι κάποιας ηλικίας. Φοράω πάντα τζιν και φανελάκι ή φαρδιά πολύχρωμα ρούχα, σαντάλια αγορασμένα από τα παζάρια των φτωχών και τα μαλλιά μου είναι σχεδόν πάντα ατημέλητα, λες και μόλις ξύπνησα. Όσο για τα μάτια μου αυτά είναι μελένια – σαν και το μέλι που στάζει η ψυχή μου λέει μία φίλη, αφού δεν μπορεί να δει τα σκοτάδια που κρύβω μέσα μου.
Όπως και νάχει, έζησα για πολλά χρόνια μέσα σ’ αυτό το τεράστιο ψέμα που θεωρούσα φυσιολογική ζωή. Τα μάτια μου ήτανε, βλέπετε, κλειστά. Δεν έβλεπαν τις σκληρές αλήθειες αυτού του κόσμου, παρά μόνο το περίτεχνο περιτύλιγμά του, αυτό που εμφύτεψαν μέσα μου οι γονείς.
Τώρα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου του τότε νιώθω μέσα μου να βράζω, να οργίζομαι. Πώς μπορούσα να είμαι τόσο τυφλή; Πώς μπορούσα να μη βλέπω; Ίσως να έφταιγε το ότι απλά έτσι έμαθα. Είμαστε αυτοί που μας κάνουν οι άλλοι, μέχρι να γίνουμε -αν συμβεί ποτέ αυτό- ο εαυτός μας. Κι εγώ ήμουνα ένα όμορφο ανέμελο κορίτσι, με άφθονο χρήμα στην τσέπη, ακριβά ρούχα, πανάκριβο πολυτελές αμάξι και φίλους καλογυαλισμένους, προϊόντα κι αυτοί οικογενειών σαν και τη δικιά μου, φαινομενικά τέλειων, στην ουσία δυσλειτουργικών.
Θυμάμαι τα πάρτι μας, τις δίχως όρια και τέλος υπερβολές μας, τις βολικές αλήθειες και τις ανέφελες ζωές μας. Βγάζαμε τη γλώσσα στην πραγματικότητα. Κι αυτή, κάποιους από εμάς αποφάσισε να τους τιμωρήσει, δείχνοντάς τους μια όψη της πραγματικής ζωής. Ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ.
Όλα άρχισαν από τον καιρό που ήμουν μικρή, όλα τέλειωσαν την εποχή που αρνιόμουνα να μεγαλώσω. Ναι, πάντα παιδί ένιωθα. Παρά τα ποτά, τις λυκοφιλίες, την υψηλή κοινωνία, τις ψευδαισθήσεις ευτυχίας και τα ναρκωτικά που διακινούνταν ελεύθερα στον κύκλο μας, χαρίζοντάς μας περιοδικές στιγμές ικανοποίησης και γεμίζοντας τις τσέπες των εμπόρων και των πολυτελών κλινικών αποτοξίνωσης με χρήμα. Ήταν τότε που βούλιαζα ανατέλλοντας που τον γνώρισα.
Ο Άντι δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους γνωστούς μου -φίλους δεν είχα τότε- αφού έμοιαζε να μην ανήκει εκεί...

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Μου αρέσει να γελάω δυνατά

Τ’ όνομά μου είναι Νούι και είμαι πολύ-πολύ θυμωμένη. Φυσικά θα μπορούσαν να με λένε Κα, Ντα, Νουν, Μα, Γκάι ή κάποια άλλη συντομογραφία. Έτσι κι αλλιώς όλα τα ονόματά μας, αυτά που λέμε δηλαδή, συντομογραφίες είναι, αφού τα κανονικά είναι σιδηρόδρομοι, κι άντε να καταφέρει ένας ξένος να πει την αδελφή μου Καεκοκάνχα. Μπορεί; Δεν μπορεί; Πάντως θα ήθελα να με λένε Γκάι, αφού έτσι νιώθω πολλές φορές, κοτόπουλο δηλαδή. Αστείο όνομα, το ξέρω, αλλά και σοβαρό.
Ζω στην Τσιανγκ Μάι μαζί με τις τρεις αδελφές μου, αν και δεν είμαι από δω. Από την Τσιανγκ Ράι είμαι. Από ένα χωριό έξω από την Τσιανγκ Ράι δηλαδή. Ήρθα εδώ για να δουλέψω, όπως και οι αδελφές μου, μαζί μ’ αυτές κιόλας. Τη μια ήμουνα σε μια φάρμα στο χωριό με τις αγελάδες, τα χωράφια με το ρύζι, και τα μικρότερα αδέλφια μου και την επόμενη βρέθηκα στην πόλη να σερβίρω σ’ ένα μπαρ μπύρες σε μεθυσμένους, αλλά πού και πού ευγενικούς τουρίστες. Πού και πού.
Πιο πάνω είπα ότι είμαι πολύ θυμωμένη. Ε, μ’ αυτούς είμαι θυμωμένη. Με τους τουρίστες. Που έρχονται εδώ και μας αντιμετωπίζουν σαν αξιοθέατα, που μας φωτογραφίζουν χωρίς να μας ρωτάνε, που ξοδεύουνε χιλιάρικα σε ποτό και δεν μας αφήνουν ούτε ένα μπατ φιλοδώρημα, που μας κοιτάνε αφ’ υψηλού. Να συνεχίσω;
Ωστόσο, μου αρέσει η ζωή στην πόλη. Εδώ όλο και κάτι μαθαίνεις. Μαζεύω λόγια και εικόνες από παντού, μαθαίνω να γράφω και να μιλώ καλύτερα. Μόνο το δημοτικό τέλειωσα αφού δεν είχα κι άλλη επιλογή, κι έτσι τώρα αντιμετωπίζω τα όσα ζω εδώ σαν το σχολείο μου. Μαθαίνω σιγά-σιγά όλο και περισσότερες λέξεις στ’ αγγλικά, βλέπω ταινίες -κάτι που ήταν αδύνατο στο χωριό μου αφού δεν είχαμε ηλεκτρισμό, οπότε ούτε και τηλεόραση- διαβάζω περιοδικά και πού και πού, όταν πέφτουν αναδουλειές κάθομαι μοναχή και τραγουδάω παλιούς σκοπούς.
Φαντάζομαι πόσο φτωχή θα φαντάζει η ζωή μου στα μάτια σας. Η αλήθεια όμως είναι ότι δε ζηλεύω τη δική σας. Τουλάχιστον αν είναι έτσι όπως ακούω να την περιγράφουν αυτοί που έρχονται εδώ κάθε βράδυ, οι αιώνιοι περαστικοί, που δε σταματούν ούτε στιγμή να μιλάνε για τον εαυτό τους: εγώ… εγώ… εγώ… κι εγώ… Η αλήθεια είναι ότι έχουν την πλάκα τους. Τριγυρνούν από δω κι από κει, πίνουν ασταμάτητα, τρώνε τα πιο ακριβά φαγητά και μιλάνε για το πόσο δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα ταξιδεύοντας, και ξοδεύοντας δίχως έγνοια καμιά τα λεφτά του μπαμπά και της μαμάς. Και περιγράφουν μια επίσκεψη σ’ ένα χωριό, με οδηγό, σα μια μεγάλη περιπέτεια. Εμείς νοιαζόμαστε μονάχα να βγάλουμε αρκετά για ν’ αγοράσουμε ένα πιάτο φαϊ, κι ό,τι θέλει ας ξημερώσει η επόμενη μέρα. Είμαστε πιο τυχεροί. Δεν είμαστε;
Θέλω να γελάσω όταν τους ακούω και κάποιες φορές το κάνω κιόλας, αφού όσο κι αν λέω ότι είμαι θυμωμένη, μου αρέσει να γελάω πολύ και να γελάω δυνατά. Κι αυτοί οι φαλάνγκ*, μου δίνουν πολλές αφορμές. Όπως μου δίνουν κι αφορμές για να θυμώσω. Να, τις προάλλες κάποιοι ήθελαν ντε και καλά να τους κεράσουμε μια από τις δεκάδες μπύρες που ήπιαν. Εμείς τους εξηγούσαμε ότι απλά δουλεύουμε εδώ και δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, κι έκεινοι έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν. Και φώναζαν. Φώναζαν πολύ. Ειδικά οι γυναίκες. Οι εγγλέζες. Και ήθελα να βγω έξω και να τις χτυπήσω, ν’ αρπάξω ένα μπουκάλι Τσιανγκ** και να τους δείξω τι εστί ελέφαντας. Αλλά δεν το έκανα, αφού δεν μου αρέσει η βία, μου αρέσουν οι αγκαλιές. Μα, πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, πόσο ηλίθιοι. Αν πληρώναμε εμείς την μπύρα τους θα μέναμε νηστικές εκείνο το βράδυ, αφού τα φιλοδωρήματα δεν έφταναν για τίποτ’ άλλο. Θα μέναμε νηστικές για να μεθούν εκείνοι. Στο τέλος πλήρωσαν, αλλά αφού μας έσπασαν τα νεύρα. Κι αφού τους βρίσαμε πολύ, στα ταϊλανδέζικα φυσικά, Chi pay***.
Κάθε τόσο σκέφτομαι το χωριό, αυτούς που άφησα πίσω μου. Θα ήθελα να γυρίσω εκεί; Η αλήθεια είναι το πώς τώρα πια όχι. Όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή μου εδώ, όσο κι αν μου λείπουν οι γονείς και τα μικρότερα αδέλφια μου. Εξάλλου για χάρη τους έφυγα, αφού χρειάζονται το μισθό μου για να τα βγάλουν πέρα – εγώ ζω με τα φιλοδωρήματα. Δουλεύω δώδεκα ώρες την ημέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα, είκοσι εφτά το μήνα. Είκοσι εφτά επειδή δικαιούμαι τρεις ολόκληρες μέρες άδεια, οπότε κι επισκέπτομαι το χωριό μου. Όσο για το μισθό μου, μετά από την τελευταία αύξηση έφτασε τα εκατόν πενήντα μπατ**** την ημέρα, έγινα πλούσια δηλαδή. Δεν ξέρω πόσο κάνουν αυτά σε δικά σας λεφτά, αλλά είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ λίγα. Δε χρειάζομαι περισσότερα όμως. Όχι πως θα με πείραζε αν είχα δηλαδή.
Α, ξέχασα να σας πω πώς είμαι, ή πώς μοιάζω, ή αυτό, τέλος πάντων. Έχουμε και λέμε: ύψος ένα μέτρο και πενήντα πέντε εκατοστά, βάρος τριάντα οχτώ κιλά. Πολύ χοντρή δηλαδή. Τόσο χοντρή που μου πέφτει το παντελόνι που κληρονόμησα από την αδελφή μου, ακόμη κι όταν φοράω ζώνη, με αποτέλεσμα να κάνω τους άλλους να γελάνε. Ωστόσο, δε με πειράζει αυτό, ας γελάνε. Μακάρι να γελάει όλος ο κόσμος. Φτάνει να μη σκοτώνεται. Ηλικία; Θα γίνω δεκαεννιά σε δύο μήνες και δουλεύω ήδη εδώ και εφτά χρόνια. Έχω ίσια μαύρα μαλλιά, όχι πολύ μακριά, τα οποία συνηθίζω να πιάνω σε μια μικρή κοτσίδα και μάτια ελαφρά καφέ. Δεν ξέρω αν είμαι όμορφη, αλλά είμαι χαριτωμένη. Είδα κι έπαθα να μάθω τι σημαίνει αυτό. Άκουγα τους ξένους να λένε συνεχώς ότι είμαι κιουτ και μέχρι να μου εξηγήσει κάποιος τη σημασία της λέξης σχεδόν αγωνιούσα. Εντάξει, καλά, ψέματα λέω, αλλά όσο να ’ναι ήθελα να μάθω.
Οι αδελφές μου λένε ότι θέλουν να βρουν κάποιο ξένο να παντρευτούν για να τα παρατήσουν όλα, αλλά εγώ καθόλου δε βιάζομαι. Ούτε να βρω ξένο θέλω, αλλά ούτε και να παντρευτώ. Εξάλλου δε μ’ αρέσουν και πολύ οι ξένοι. Κάποιοι είναι συμπαθητικοί, αλλά συνήθως είναι πολύ μεγάλοι για μένα. Ω, δεν μπορώ να σας πω πόσο θυμώνω όταν βλέπω μια νέα ταϊλανδή μ’ ένα γέρο ξένο. Ανάβουν τα αίματά μου -πώς το λέτε εσείς;-, παίρνω ανάποδες. Μα, ύστερα… Ύστερα σκέφτομαι ότι το κάνει από ανάγκη και λίγο τη συγχωρώ. Μόνο λίγο. Πάντα υπάρχει άλλη λύση, σκέφτομαι. Έτσι δεν είναι;
Η κοκέτα της παρέας λέει ότι πρέπει να μάθω λίγο περισσότερα αγγλικά, ν’ αρχίσω να φροντίζω τον εαυτό μου και να φλερτάρω με τους ξένους, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό, απλά δεν μπορώ. Εγώ θα ήθελα… Θα ήθελα… Να το πω; Ε, θα το πω! Αφού δεν έχετε ιδέα ποια είμαι, θα το πω: εγώ θα ήθελα να είμαι με την Ανν. Ορίστε, το είπα. Μου αρέσει πολύ η Ανν. Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη δουλειά με έθεσε υπό την προστασία της και πάντα με φροντίζει, κι όταν της περισσεύουν λίγα λεφτά μου αγοράζει και κάνα πιάτο φαϊ, για να μην πεθάνω λέει απ’ την πείνα. Κι η αλήθεια είναι πώς παρά το ότι είμαι μικροκαμωμένη πεινάω πολύ. Ίσως επειδή δεν τρώω τίποτα σχεδόν όλη μέρα. Ίσως επειδή κάποιες φορές δεν τρώω ούτε τη νύχτα. Όταν δεν έχω καθόλου λεφτά για φαγητό, τρώω παγάκια. Ναι, μη γελάτε. Τα παγάκια κάνουν το στομάχι να νιώθει για λίγο γεμάτο. Ευτυχώς όμως δε συμβαίνει πολύ συχνά αυτό. Κάποιες φορές ένα-δυο ξένοι που μένουν στην πόλη με βλέπουν έτσι κι αμέσως μου παραγγέλνουν φαϊ, και δεν περιμένουν ούτε ένα ευχαριστώ. Αυτοί μου αρέσουν. Αλλά όχι σαν την Ανν. Η Ανν είναι το κάτι άλλο. Κάθε νύχτα στο τέλος της βάρδιας καθόμαστε στα σκαμπό ακουμπώντας πλάτες, και μοιραζόμαστε τις ίδιες μουσικές, κι η ζωή τότε γίνεται πολύ ωραία. Όχι πως δεν είναι πάντα. Είναι. Πάντα! Απλά πού και πού τη μαυρίζουν η θλίψη κι η πείνα. Υπάρχουν και χειρότερα. Αλλά…
Κλαίω τώρα. Κλαίω! Κάποιος μου έφερε παγωτό. Πρώτη φορά τρώω παγωτό στη ζωή μου. Τι καλά! Είμαι ευτυχισμένη. Τραγουδάω ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Τραγουδάω. Και τώρα γελάω. Το γέλιο μου μυρίζει βανίλια-σοκολάτα.
Με λένε Νούι και μ’ αρέσει να γελάω δυνατά.

*Ξένοι
**Ελέφαντας, αλλά και μάρκα μπύρας
***Η χειρότερη βρισιά στα ταϊλανδέζικα. Αμετάφραστη…
****Περίπου τρία ευρώ

υ.γ. Πρώτη γραφή μιας νέας ιστορίας και πάλι

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ο βασιλιάς του δρόμου

Το όνομά μου είναι Σάντζιου και είμαι ο βασιλιάς του δρόμου -τουλάχιστον σύμφωνα με τον μπαμπά μου- αλλά σίγουρα ξέρει καλύτερα αυτός. πάντα ξέρει καλύτερα αυτός. Αφού μου το λέει κιόλας: να με υπακούς. Εγώ ξέρω καλύτερα. Ε, για να το λέει κάτι θα ξέρει.
Είμαι οκτώ χρονών, αν και δείχνω πιο μικρός, ίσως έξι. Είμαι λεπτός πολύ, κοντός και πάντα φοράω βρώμικα ρούχα από δεύτερο ή τρίτο χέρι, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Η μαμά λέει ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτά που έχουμε, αλλά πού και πού την ακούω να λέει στον μπαμπά πως δεν έχουμε αρκετά. Κι εκείνος της λέει ότι προσπαθεί. Πάντα προσπαθεί. Δεν κατάλαβα για τι, αλλά δεν πειράζει.
Έχω πέντε ακόμη αδέλφια, αφού η μάνα μου, μου λένε οι γειτόνισσες, ότι γεννάει σαν κουνέλα. Πώς μπορεί μια γυναίκα να γεννάει σαν κουνέλα; Και τι είναι η κουνέλα; Έτσι αποκαλούν τις μαμάδες που γεννάνε πολύ; Τι έλεγα; Α, ναι, για τ’ αδέλφια μου. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Μετά είναι ο αδελφός μου, η αδελφή μου, η αδελφή μου, κι ο μικρός μου αδελφός, κι ύστερα το μωρό. Αυτό δεν κατάλαβα αν αδελφός ή αδελφή ακόμη, αφού το αποκαλούν μπέ-ι-μπι. Ή πέ-ι-πι. Δεν είμαι σίγουρος.
Ζούμε στην καλύτερη και την πιο σημαντική πόλη της Ινδίας και του κόσμου ολόκληρου, σύμφωνα και πάλι με τον μπαμπά, την Άγρα. Υπάρχουν κι άλλες πόλεις εκτός απ’ αυτήν; Κι αν ναι, πού είναι; Όλο ρωτώ και ρωτώ, το ξέρω, αλλά τι να κάνω αφού μου αρέσει;
Η μαμά μου λέει ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα και κάθε τόσο όταν συναντώ κάποια νεκρή γάτα στο δρόμο, αναρωτιέται ποια είναι αυτή η κυρία περιέργεια που σκοτώνει τις γάτες. Τι τις έφταιξαν οι κακομοίρες; Εγώ αγαπώ τις γάτες. Οι γάτες είναι φίλες μου. Κάνουμε πολλή παρέα, αφού κι εγώ, όπως κι αυτές, όλη μέρα στο δρόμο βρίσκομαι. Όχι πως δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, έχω, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό. Κάποιοι μου λένε ότι πρέπει να πάω στο σχολείο. Μα γιατί να φύγω από την Άγρα και να πάω στο σχολείο; Τέλος πάντων.
Όπως έλεγα, είμαι συνέχεια στο δρόμο και κάνω αυτό για το οποίο η μαμά κι ο μπαμπάς περηφανεύονται: κάθομαι και κλαίω. Αστείο δεν είναι; Αλλά σοβαρά μιλάω. Κάθομαι και κλαίω απ’ το πρωί ως τη νύχτα, κάθε μέρα σε κάποιο διαφορετικό σημείο της πόλης, όπου με πάει με το τρίκυκλο ο μπαμπάς. Τη μια είμαι στην είσοδο του Ταζ Μαχάλ, την άλλη στο Φρούριο ή το Κάστρο της πόλης -δεν είμαι σίγουρος πώς ακριβώς το λένε- και την άλλη στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πηγαίνω εκεί απ’ τα χαράματα και κάθομαι και κλαίω, και διάφοροι άνθρωποι έρχονται και μου δίνουν φαγητό ή λεφτά, κάποτε και ρούχα. Όχι δε ζητιανεύω. Μου εξήγησε ο μπαμπάς τι είναι αυτό και δεν το κάνω. Μου είπε ότι ο κόσμος αντιπαθεί τους ζητιάνους. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μάλλον επειδή είναι κακοί άνθρωποι. Ή όχι;
Πω πω, πόσα πράγματα δεν ξέρω! Δεν πειράζει όμως, κάποια μέρα θα τα μάθω. Εξάλλου κάθε μέρα και κάτι μαθαίνω. Δεν κλαίω μόνο. Τι νομίσατε; Όταν κάθομαι στη γωνιά μου ακούω τους ανθρώπους που μιλάνε και μαθαίνω διάφορα, ακόμη και ξένες λέξεις. Τις μαθαίνω από τους ξένους, όταν πολύ σπάνια έρχονται και μου μιλάνε, ή όταν περιμένουν το τρένο, ή όταν τους παίρνουν οι ξεναγοί -πολύ μου αρέσει αυτή η λέξη- από το ένα μέρος στο άλλο και τους μιλούν για το ένα και για το άλλο.
Μου αρέσουν οι ξένοι, αλλά όχι πολύ. Κάθε τόσο μου δίνουν λεφτά, ή κάτι να φάω, όμως τις περισσότερες φορές με αγνοούν. Αγ-νο-ούν! Ορίστε, το είπα. Κάνουν ό,τι δεν υπάρχω, κι ας μην τους ενοχλώ. Α, κι οι ξένοι δεν είναι σαν τον μπαμπά και τη μαμά μου. Δεν άκουσα ποτέ κανέναν απ’ αυτούς να λέει στο γιο του ότι είναι ο βασιλιάς του δρόμου και πολύ λίγες φορές είδα κάποιον να σηκώνει τα παιδιά του στις πλάτες του όπως κάνει ο μπαμπάς. Μάλλον δε θα είναι περήφανοι γι’ αυτά. Γιατί όμως; Αφού είναι καθαρά, καλοντυμένα και μιλούν και ξένες γλώσσες. Αγγλικά. Ισπανικά. Ιταλικά. Γιαπωνέζικα. Χίντου γιατί δε μιλάνε; Παράξενοι άνθρωποι. Δεν πειράζει.
Α, τώρα θα νομίζετε ότι ζω στο δρόμο, μα όχι δεν ζω. Στο δρόμο. Στο σπίτι μου ζω. Όχι πως είναι κανονικό σπίτι. Μια παράγκα είναι με πάτωμα από χώμα, σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες. Σ’ αυτές ζουν πολλοί κάτοικοι. Όπως και το σπίτι μας δηλαδή, οκτώ νοματαίοι. Αλλά μας χωράει μια χαρά. Κοιμόμαστε όλοι πάνω σε παλιές κουβέρτες που μας δίνουν κάθε χρόνο οι φιλανθρωπίες, όποιες κι αν είναι αυτές ενώ νερό κλέβουμε -ή παίρνουμε, δεν είμαι σίγουρος- από τις βρύσες της γειτονιάς. Η μαμά όλη μέρα μαγειρεύει αφού τα μωρά πεινούν συνεχώς, ενώ ο μπαμπάς, που δεν μπορεί να βρει μια α-ξι-ο-πρε-πή δουλειά, τριγυρνά από δω κι από κει με το τρίκυκλο για να βγάλει λίγες δεκάρες. Όταν τον ρωτώ από πού πρέπει να τις βγάλει γελάει δυνατά και μου λέει: Είσαι αστείος. Κι είσαι έξυπνος. Είσαι ο βασιλιάς του δρόμου.
Ναι, είμαι, αφού αν δεν ήμουνα δεν ξέρω που θα βρίσκαμε λεφτά για φαγητό. Όλο και κάτι φέρνω στο σπίτι, κι έτσι δεν πεινάμε -τουλάχιστον όχι πολύ- ποτέ.
Πού και πού, αργά τη νύχτα, ακούω τον μπαμπά και τη μαμά να τσακώνονται -όταν νομίζουν ότι κοιμάμαι- και θέλω ν’ αρχίσω να κλαίω, μα δεν το κάνω. Κλαίω όλη μέρα, δεν μπορώ να κλαίω και τη νύχτα.
«Είσαι άχρηστος. Δεν είσαι ικανός για τίποτα», του φωνάζει αυτή.
«Και τα παιδιά που σου έκανα; Δεν είναι κάτι;» ρωτάει μ’ απορία, χωρίς να φωνάζει αυτός.
Θέλω να τους μιλήσω, να τους κάνω να γελάσουν, αλλά και να τους ρωτήσω πώς ο μπαμπάς έκανε τα παιδιά, δηλαδή εμάς, αλλά σιωπώ. Αφήνω να περάσει η μπόρα, όπως λένε οι μεγάλοι. Και πάντα περνά. Ύστερα όμως επειδή εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ βγαίνω έξω στο δρόμο και κάθομαι και κοιτάω τους περαστικούς πολύ-πολύ λυπημένος. Πάντα κάποιος περνάει. Κάποιοι σταματούν και με ρωτάνε τι κάνω εδώ, γιατί δεν είμαι στο σπίτι μου, μα έχω κατεβασμένα τα μούτρα και δεν τους απαντάω κι έτσι φεύγουν.
Φίλους δεν έχω πέρα απ’ τα αδέλφια μου αφού δουλεύω συνεχώς και δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Μόνο τις Κυριακές λίγο ξεκουράζομαι όταν φοράμε όλοι τα καλά μας, που κι αυτά δε φαίνονται και τόσο καλά, και πηγαίνουμε όλοι μαζί, ένα τσούρμο, στο σινεμά. Εκεί ο μπαμπάς δίνει κάποια από τα νομίσματα που του φέρνω όλη τη βδομάδα, μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε ταινίες, μασώντας στραγάλια, που μου αρέσουν πολύ-πολύ, αφού σ’ αυτές όλοι τραγουδάνε και χορεύουν. Στις ταινίες όχι στα στραγάλια.
Το αγαπημένο μου τραγούδι, εκείνο που μου κόλλησε, είναι το «Η ζωή είν’ ωραία… Η ζωή είν’ ωραία… Η ζωή είν’ ωραία…». Δεν ξέρω αν είναι αυτός ο τίτλος του, αλλά πρέπει να είναι, αφού κάθε φορά που το τραγουδάνε, κάτι πολύ όμορφες κύριες χορεύουν σαν χορεύτριες, φορώντας πολύχρωμα ρούχα και κάτι περίεργα πράγματα στα χέρια και στο λαιμό, που όλο στραφταλίζουν. Πρέπει να είναι χρυσαφικά.
Πάντα όλοι είναι χαρούμενοι όταν πηγαίνουμε στο σινεμά. Φωνάζουν, τραγουδούν, γελούν. Μακάρι όλη η ζωή να ήταν σαν το σινεμά. Να ζούσαμε όλοι μέσα στα παλάτια και να ερωτευόμαστε όμορφες λεπτές κυρίες, που κλαίνε και τραγουδάνε πολύ.
Η μαμά δεν είναι λεπτή, είναι χοντρή, αλλά εγώ και πάλι την αγαπώ. Παχαίνει λέει από τις μυρωδιές που ρουφάει όλη μέρα καθώς μαγειρεύει για μας – ευτυχώς που δεν τρώει κιόλας δηλαδή, αφού τότε δε θα τη χώραγε η πόρτα για να μπει στο σπίτι. Ο μπαμπάς είναι λεπτός πολύ. Αυτός λέει ότι τον έφαγαν οι στεναχώριες. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Γιατί τις άφησε; Πού είναι αυτές οι στεναχώριες; Ποιες είναι και γιατί τρώνε τον μπαμπά μου; Τον ρωτάω να μου πει για να πάω να τις δείρω, αλλά αυτός γελάει. Πάντα γελάει όταν του κάνω κάποια έξυπνη ερώτηση και ύστερα μού λέει ότι είμαι ο βασιλιάς του δρόμου. Λες και δεν το ξέρω. Αχ, αυτοί οι μεγάλοι!
Τέλος πάντων, η ώρα πέρασε, τα δάκρυα στέρεψαν. Έβγαλα αρκετά σήμερα κι έτσι απόψε θα φάμε όλοι πολύ και θα γίνουμε ακόμη πιο πολύ ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον για απόψε. Αύριο είναι μια άλλη μέρα.
Με λένε Σάντζιου και είμαι ο βασιλιάς του δρόμου!

Πρώτη γραφή μιας ιστορίας που εμπνεύστηκα από την πιο πάνω φωτογραφία, που έβγαλα στην Καλκούτα το 2004

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Το παράπονό της

Κι είναι το παράπονο που τώρα σε πνίγει.
Ποτέ δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου λες
Ποτέ!
Αλλά εσύ δεν ήσουνα που διάλεξες αυτή τη φυλακή;
Εσύ δεν ήσουνα που πήρες πεισματικά ετούτο το δρόμο;
Τότε, γιατί παραπονιέσαι;
Γιατί;
Ναι, ξέρω, σε καταλαβαίνω,
Δίνεις πολλά, θέλεις και κάτι να πάρεις, αλλά…
Αλλά παίρνεις και το ξέρεις καλά.
Το παράπονο ωστόσο…
Το παράπονο!
Τυχερή είσαι όμως, σκέφτομαι εγώ, τυχερή,
Επειδή μπορείς!
Η φυλακή σου είναι αυτή που σε κάνει να ξεχωρίζεις,
Αυτή που αναδεικνύει εκείνο που
Από τον κόσμο μας πια τόσο λείπει,
Την ανθρωπιά.
Δύσκολος ο δρόμος που διάλεξες και μοναχικός,
Αλλά εσύ τουλάχιστον φεύγοντας
Θ’ αφήσεις πίσω σου κάτι,
Ενώ οι άλλοι…

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Της ζωής της αποκόμματα

Οι τυφώνες της σκέψης της την παρασύρουν από το ένα μέρος στο άλλο,
από τη μια θλίψη στην επόμενη,
από το ένα λειψό χαμόγελο σ’ αυτό που το ακολουθεί,
το ακόμη φτωχότερο.
Θα πάρει και πάλι στα χέρια της τους θησαυρούς που της έστειλε
και θα βαλθεί να διαβάζει ξανά και ξανά την κάθε ματωμένη σελίδα τους.
Θ’ αφήσει για μια ακόμη φορά τον εαυτό της ελεύθερο
να κλάψει όπως δεν έκλαψε ποτέ,
και μέσα από εκείνους να νιώσει ότι ποτέ δεν ένιωσε.
Θα ψάξει να βρει ανάμεσα στις γραμμές
τις διακριτικές τους ανάσες,
να αφουγκραστεί ξανά τους ερωτικούς τους ψίθυρους.
Θα νιώσει τη ζήλια να φουντώνει μέσα της και πάλι
σαν άγριο κύμα,
και να σβήνει σαν απόηχος μιας γαληνεμένης θάλασσας
σε κάποια μυστική ακρογιαλιά.
Θα κλέψει δίχως ενοχές τις ζωές τους
και θα τις αφομοιώσει, θα τις κάνει δικές της.
Κι έτσι θα βρεθεί στην κάμαρά τους τη μικρή,
και θ’ αντικρίσει μέσα από τα δικά τους μάτια
το θάνατο και τον έρωτα.
Θα γίνει, για όσο κρατήσει η ανάγνωση, κάποια άλλη.
κάποια που είναι γυναίκα και παιδί,
πηλός και δημιουργός,
ένα πλάσμα αλλόκοτο που ξεχειλίζει από αισθήσεις,
κάποιων άλλων ψυχών η αλήθεια, το όνειρο και η ζωή.
Θα χωθεί και θα χαθεί μέσα στη φλόγα τους.