Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Το σκηνικό

Έπεσε πολλή δουλειά στο σπίτι σήμερα και μια και δεν είχα χρόνο να γράψω είπα να φωτογραφήσω:
Τις κάρτες στον τοίχο από το Λάος και την Ταϊλάνδη...
Τα μπιχλιπίδια και μια νυχτερινή λήψη από το Πάκσε...
Ένα φιλτραρισμένο ήλιο και πλάνα από τις Πρέσπες και την Κούβα...
Το χάος που αργότερα έπαψε να είναι τέτοιο...
και μία από τις πέντε βιβλιοθήκες μου.
Αυτά για την ώρα και νύχτα καλή να έχετε.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Τηλεγράφημα...

Είναι απορίας άξιο... στοπ... πως μέσα σε τόσο λίγες μέρες... στοπ... άρχισα να νιώθω... στοπ... τόσο ξένος σ' ετούτη την πόλη... όβερ

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Μικρός Απολογισμός

Οι πρωινές συννεφιές...
και ένας νέος φίλος

Εύκολα και γρήγορα κύλησαν οι τελευταίες τρεις μέρες. Κι απόψε επιστρέφω στην πόλη, για τελευταία ελπίζω φορά. Τελευταία φορά επειδή πρέπει, κι όχι επειδή θέλω, δηλαδή.
Δε μου έμειναν πολλά πράγματα να μεταφέρω. Μια βιβλιοθήκη μοναχά και λίγα «κουζινικά».
Από τη Δευτέρα, αν όλα πάνε καλά, θ’ αρχίσω για τα καλά να βάζω μια τάξη στο χάος που επικρατεί στο σπίτι. Ένα όμορφο χάος, αλλά που δε μου επιτρέπει ν’ απολαύσω το χώρο και τις στιγμές όπως τους πρέπει.
Η αλήθεια είναι ότι έκανα λιγότερα απ’ όσα υπολόγιζα αυτό το τριήμερο, αλλά δεν πειράζει. Ίσως την ερχόμενη βδομάδα να κάνω λιγότερα ακόμη. Κι αυτό επειδή εκείνο που έχει πιότερο για μένα σημασία αυτή τη στιγμή είναι να βάλω μια σειρά στις άστατες ώρες μου. Θέλω δηλαδή να κοιμάμαι νωρίς και να ξυπνώ με την αυγή. Έτσι θα έχω όλη τη μέρα στη διάθεσή μου για ν’ ασχολούμαι με τη συγγραφή και την ανάγνωση, αλλά και με τις φωτογραφίες μου, οι οποίες είναι οι μόνες -προς το παρόν- που μου αποφέρουν κάποια έσοδα.
Το καλό είναι ότι άρχισα ήδη σιγά-σιγά να διαβάζω σε πιο εντατικούς ρυθμούς. Κατάφερα και τέλειωσα τα «Χρονικά της Νάρνια», τα οποία ταλαιπωρούσα για πέντε βδομάδες, ενώ χθες «ξεπέταξα» το «Αφρικανικό Ημερολόγιο» της Σώτης Τριανταφύλλου.
Σε ότι αφορά τη συγγραφή κάθισα και ξανάγραψα το πρώτο κεφάλαιο του «Δυο φωνές και μια σιωπή», αλλά δε μου βγήκε όπως ήθελα, κι αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι δεν μπόρεσα ακόμη να βρω τους ρυθμούς μου.
Όπως και νάχει, τώρα απλά ανυπομονώ να περάσει αυτό το σαββατοκύριακο, ώστε να ’ρθει η Δευτέρα -η πρώτη, στ’ αλήθεια, μέρα- της νέας μου ζωής...


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Να...

Σήμερα το πρωί

Να ξυπνάς πρωί-πρωί
Ακούγοντας τα κελαδήματα των πουλιών στα δέντρα
Και τα βήματα των γάτων στα κεραμίδια.
Ν’ ανοίγεις τα μάτια στο φως
Και να σε καλημερίζει όλη φύση.
Να κάθεσαι στης ξώπορτας τα σκαλοπάτια
Και ν’ ακούς τον άνεμο του φθινοπώρου
Να παρασύρει τις αλλοτινές σου έγνοιες μακριά.
Να νιώθεις ξαφνικά τόσο γαλήνιος
Που να πλημμυρίζει το μέσα σου χρώματα.
Και να ξέρεις, βαθιά μέσα σου να νιώθεις,
Ότι όλ’ αυτά είναι μονάχα η αρχή...


Η τρελή του χωριού

Σας παραδίδω σήμερα το δωδέκατο και τελευταίο από τα δήθεν παραμύθια μου. Ίσως και να το έχει ανεβάσει εδώ ξανά, δε θυμάμαι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι το αγαπώ ιδιαίτερα και κάποια στιγμή πρέπει να το ξαναπιάσω στα χέρια μου για να του δώσω νέα ζωή...

«Παράξενο κορίτσι είν’ αυτό», αποφάνθηκαν οι χωριανές μόλις είχε γεννηθεί. Στα γεννητούρια δεν έκλαψε καθόλου, και τα μάτια της λάμπανε σα δυο πυρσοί, και όλους τους τρομάζαν. Μα, γαλήνιο έδειχνε παιδί και δεν έκανε ν’ ανησυχούν.
Όπως συνήθως γίνεται, πέρασε γρήγορα ο καιρός κι αυτή έγινε μια όμορφη παιδούλα. Λόγο κακό δεν άκουσαν να βγαίνει ποτές απ’ τα χείλη της τα δυο, μα ούτε και δάκρυ το πρόσωπό της να χαράζει, κι όλοι μονολοούσανε, «Τι καλό κοράσ’ η Μαριγούλα!»
Η Μαριγώ μια οπτασία ξανθή όλο το χωριό είχε μαγέψει. Σε όλα τα σπίτια την καλούσαν και τη φίλευαν, κι εκείνη ανοικτή καρδιά σε κανένα δεν αρνιόταν. Ένα κορίτσι όλο χαρά π’ όλοι το θέλανε δικό τους.
Μια ανοιξιάτικη βραδιά, όταν είχε πια πατήσει τα δέκα της τα χρόνια, κάτι συνέβη που έμελλε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Μεγάλο θόρυβο άκουσε και ποδοβολητά απ’ τα έρμα τα χωράφια, και μπρος της λένε παρουσιάστηκε θεριό και στο παιδικό της το κορμί κατάληψη είχε κάνει. Άλλ’ είπαν πως τους καλικάντζαρους είχε δει, κι άλλοι πως τα στοιχειά την είχαν συνεπάρει. Ποια είν’ η αλήθεια, ποιο το ψέμα, κανείς μας δεν το ξέρει. Μα όλοι έχουνε να πουν πως από κείνη τη νυχτιά, άλλαξε η ζωή της.
Το κορίτσι εκείνο τ’ όμορφο την τρέλα είχε πια στο βλέμμα. Τα μάτια της μοιάζαν σα βώλοι γυάλενοι απ’ αυτούς που παίζαμε μικροί. Και το χαμόγελο κι η γαλήνη της έσβησαν. Τώρα φαίνονταν μια μόνιμη οργή να τη διακατέχει. Όποιος να την αγγίξει πήγαινε έφευγε ματωμένος. «Χίλιοι δαιμόνοι την έχουν καταλάβει», έλεγ’ ο παπάς κι εσταυροκοπιόταν.
Την πήγανε να τη διαβάσουνε και, πράμα ανήκουστο, να την εξορκίσουν. Μα κείνη μ’ αλλόκοτη φωνή και τη γριά που τηνε διάβαζε και τον εξορκιστή είχε κατατρομάξει. «Οι βρώμικές σας οι ψυχές» κραύγασε, «τη γαλήνη πως να μου τη φέρουν;»
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο απ’ το σόι της απομακρυνόταν. Την είχαν και κείνοι βαρεθεί. Δεν την ήθελαν στο σπίτι. Ένα στρώμα σε μια παράγκα της έβαλαν για να κοιμάται. Όλοι οι χωριανοί μιλούσαν πια για την τρελή τη Μαριγώ που τους αναστατώνει, και με μπροστάρη τον παπά, πήραν απόφαση να την εξορίσουν. Βρήκαν μια φάρμα έρημη έξω απ’ το χωριό κι εκεί την εγκαταστήσαν. Κι απαγόρεψαν στα παιδιά να τηνε πλησιάζουν. Μόνο η μάνα της πήγαινε κάθε γιόμα και της έπαιρνε φαΐ, να μην πεθάνει το παιδί απ’ την πείνα.
Έτσι μεγάλωνε στην ερημιά η Μαριγώ, μονάχη, δίχως σε κανένα να μιλάει. Που και που μονάχα έκανε περίπατους μες στα περβόλια, για να ξεχάσει τη φωτιά που της έκαιε τα στήθια. Κι αν συναντούσε κάποιο χωριανό, αυτός δίχως τίποτα να πει έφευγε τρομαγμένος, μακριά απ’ τη μολεμένη. Τα μόνα που τηνε πλησίαζαν ήταν τα παιδιά, τα περσότερα, όμως, για να την κοροϊδέψουν, μα εκείνη χαμογελούσε. Που και που όλο και κάποιο τόλμαγε να της εμιλήσει, κι ας έτρεμέ του η ψυχή σα φύλλο στο αγέρι. Όλο γαλήνη ήτανε τέτοιες στιγμές, ο μέσα της ο δαίμονας αποκοιμιόταν. Αλλά τόσο σπάνια συνέβαινε αυτό, που τις πιότερες φορές ήταν δυστυχισμένη.
Στη μάνα της μια μέρα ομολόγησε ότι παράξενα οράματα της τάραζαν τον ύπνο της το βράδυ. Τη μια έβλεπε έν’ άγγελο να τη τραβάει ψηλά και μετά κάποιο δαίμονα να τηνε κατεβάζει. Τη μια ένιωθε να πετά και την παράλλη μες στην κόλαση να βουλιάζει.
Στις 15 τ’ Αύγουστου, της Παναγιάς τη μέρα, την είδαν έντρομοι οι χωριανοί στην εκκλησιά να μπαίνει. Αναψοκοκκίνισε απ’ την οργή ο παπάς, κι έκοψε τη λειτουργία στη μέση. Έδωσε διαταγή με σκοινιά χέρια και πόδια να της δέσουνε και να την πάρουν στο μαντρί όπου αξίζει της να είναι. Υπάκουσαν μεμιάς οι χωριανοί μια και στου θεού την εντολή δεν κάνει να πας κόντρα. Μονάχα ένα μικρό παιδί, ένα κορίτσι ως οκτώ χρονώ άνοιξε το στόμα για να πει: «Μα, να τους αγαπούμε όλους είπ’ ο Χριστούλης», κι έτρεξε και κρεμάστηκε απ’ το χέρι το δεξί της Μαριγώς, που στα δεκάξι της ήταν πια χρόνια. Την άρπαξε η μάνα της και δυνατό της άστραψε χαστούκι, μα το κορίτσι επέμενε πως αγαπά τη Μαριγώ, και πρέπει να την αφήσουν, κι άρχισε να κλαίει. Γλυκό χαμόγελο της χάρισ’ η τρελή και στα βρεγμένα μάγουλα τρυφερό ένα χάδι. Με δύναμη υπεράνθρωπη ελευθερώθηκε από κείνους που την κρατούσαν και με αργό το βήμα κίνησε για τα περβόλια. Το κοριτσάκι, το Ελενιώ, ήταν κι αυτό γαληνεμένο.
Την άλλη μέρα βούιξε όλο το χωριό απ’ το μεγάλο θάμα. Το Ελενιώ, που ’ταν φυματικό ξαφνικά είχε γιάνει. Ας είν’ καλά η Μεγαλόχαρη παραμιλούσε το χωριό, μα η μικρή όλο για τη Μαριγώ μιλούσε. Κι απ’ την ημέρα εκείνη έγινε η μια και μοναδική της φίλη. Συχνά πυκνά το έσκαγε απ’ το χωριό κι έτρεχε να τη συναντήσει. Κι ήτανε κι οι δυο όλο χαρά, και μες στο δεκαεξάχρονο κορμί της Μαριγώς σε θλίψη πέφταν οι δαιμόνοι. Στο σπίτι σα γύρναγε το Ελενιώ ήτανε όλο γαλήνη. Αλλά, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί από που αυτή ερχόταν.
Περνούσε ως πάντα γρήγορα ο καιρός και το Ελενιώ τη Μαριγώ όλο και πιο πολύ αγαπούσε. Τη Μαριγώ που σπαταλιότανε τους δαιμόνους να δαμάσει, αλλά και που δυνάμεις θαυμαστές σιγά σιγά αποκτούσε. Μια λάμψη γαλανή αλλόκοτη την έλουζε τις νύχτες, και με εξουσίες παράξενες το νιο κορμί προικούσε. Άγγιζε τα ζα τα άρρωστα κι αυτά μεμιάς γιατρειά έβρισκαν, και μια φορά στη σκοτεινιά πήγε και γιάτρεψε κάποια γριά που στον πυρετό ψηνότανε και λέγαν θα πεθάνει. Την άλλη μέρα η γριά έλεε πως στον ύπνο της είδε τη Μαριγώ στο πρόσωπο να τηνε χαϊδεύει. «Πάει, μουρλάθηκε αυτή» αποφάσισαν οι χωριανοί, μα στα λόγια της δε δώσαν σημασία. Κι εκείνη; Εκείνη με το που στάθηκε στα πόδια της, πήγε να βρει τη γιάτρισσα να την ευχαριστήσει. Της πήρε μαζί λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο ρόδια, δεν είχε τι άλλο να της δώσει.
Μετά απ’ αυτό ξεθάρρεψε η Μαριγώ κι είπε να πάει στο χωριό να δει πως θα την υποδεχτούνε. Μα, σαν την είδανε οι χωριανοί, την πήραν με τις πέτρες. Μονάχα το Ελενιώ και τ’ άλλα τα παιδιά πήραν να την υπερασπίζουν. «Φύγε από δω πέρα μάγισσα. Ο διάολος δεν έχει θέση στο χωριό», φώναζαν οι μεγάλοι κι όλο την εχτυπούσαν. Ματωμένη αυτή στο σώμα, μα πιότερο μες στην ψυχή, έτρεξε για να σωθεί απ’ τ’ άγριο πλήθος. Πίσω της τρέξαν κάποια παιδιά αψηφώντας τις φωνές και τις κατάρες των γονιών και του παπά που τα κυνηγούσε με τη βέργα.
Όσο κι αν πόνεσε η Μαριγώ, χαρούμενη ήταν μετά, σαν όλ’ αυτά σκεφτόταν. Είχε μαζί της τα παιδιά που την αγαπούσαν, κι όλο και πιο πολύ το ένιωθε το καλό μέσα της να γιγαντώνει. Εφιάλτες τρομεροί την τάραζαν τις νύχτες, μα αυτή, ήρεμη πια, αφού είχε γύρω της αγάπη, μπορούσε και τους απωθούσε.
Λίγο λίγο επήρε να λάμπει της η ψυχή, το πρόσωπο φεγγοβολούσε, κι οι δαιμόνοι που της ταράζαν τη ζωή σιγά σιγά υποχωρούσαν.
Άρχισαν να μιλούν οι χωριανοί για ένα φως αλλόκοτο που απ’ την καλύβα της τρελής κάθε νυχτιά ανατέλλει. Και τους άκουγαν τα παιδιά κι όλο χαμογελούσαν. «Μανούλα», κι «Αδελφή» αποκαλούσαν όλα τους τώρα πια τη Μαριγώ, που μέρα τη μέρα τους εχάριζε γαλήνη και χαρά π’ αγνοούσαν οι μεγάλοι.
Ένα απόγιομα ο δάσκαλος επρόσεξε πως απ’ το χωριό χάθηκαν όλα τα παιδιά και κανείς δεν είδε ούτε κι ήξερε που είχαν πάει. Το ίδιο έγινε και τ’ άλλο το απόγιομα και το παράλλο και καρτέρι να στήσει σκέφτηκε, να δει που πάνε και να τ’ ακολουθήσει. Ο δρόμος και τα παιδιά τον οδήγησαν, λοιπόν, έως την καλύβα της Μαριγώς και κόντεψε εγκεφαλικό να πάθει από τη φρίκη. Όλα εκεί ήταν τα μικρά και κάθονταν γύρω απ’ την τρελή που για κάτι βλάσφημο, χωρίς αμφιβολία, τους μιλούσε. Είχαν γαλήνια πρόσωπα, κι ήταν μεταξύ τους γλυκά αγκαλιασμένα, ενώ ο δαίμονας στη μέση τους στο δρόμο τον κακό τα καθοδηγούσε.
«“Τρανή είναι η μάγισσα, που κακό χρόνο να ’χει» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια κι έτρεξε να βρει τον παπά να διαβουλευτούνε. Δεν έπρεπε ν’ αφήσουνε το δαίμονα να καταλάβει το χωριό για θα καταστραφούνε. Σκέφτονται μια, σκέφτονται δυο, μα λύση καλή δε βρίσκουν. Αλλά, γύρω στα μεσάνυχτα του παπά εφώτισε το βλέμμα. «Γιώργη, για το καλό του χωριού και των χριστιανών, είναι ανάγκη να γίνει φονικό, κι ο Κύριος ας μας συγχωρέσει».
Το δρόμο παίρνουνε λοιπόν, για το σπιτάκι της τρελής, για να τηνε κάψουν. Σα φτάνουνε εκεί κοντά προχωράνε πια σιγαλά, μην τύχει και τα βήματα ακούσει. Απ’ το παράθυρο κοιτάν και τη βλέπουν στο πάτωμα, με τα μάτια της να κάθεται κλειστά, και μια λάμψη γαλανή να την περιτριγυρίζει. «Το φως του σατανά» λέει ο παπάς, και παίρνει σιωπηλά με το δάσκαλο γύρω τριγύρω με μπενζίνα τα ξύλα της καλύβας να καταβρέχει. Μετά, κάνει το σήμα του σταυρού και το σπίρτο ανάβει. Το καλύβι λαμπάδιασε μεμιάς και δεν πήρε ώρα πολύ προτού να γίνει στάχτη. Τότε μεγάλη σηκώθηκε βουή και μια λάμψη αμμώδη γαλανή είδαν να διατρέχει όλη την περιοχή και να εκτοξεύεται στα ουράνια.
Κινήσανε για το χωριό, αμίλητοι και τρομαγμένοι απ’ το τρομερό που είδαν θάμα. Μα, εκεί τους περίμενε ο χαμός. Ένας τρόμος φοβερός σάρωσε όλα τα σπιτικά, καθώς ολονών τους τα παιδιά είχαν πεθάνει. Μεγάλος πολύ ο σπαραγμός ακούστηκε σ’ όλη την πεδιάδα, κι ήρθανε κι απ’ τα γύρω τα χωριά να μάθουνε τι είχε γίνει. Και είδανε τη φρίκη.
Με της μέρας το πρώτο φως κινήσαν για την εκκλησιά για να συνεχίσουνε το θρήνο, να διαμαρτυρηθούνε στο θεό, για το μεγάλο κι άδικο κακό που τους εβρήκε. Μέσα σαν μπήκανε σιγά σιγά πήγαν να προσκυνήσουνε τη μάνα Παναγιά και νέα βουή εσηκώθη. Η παλιά εικόνα έκλαιγε και τα δάκρυα επότιζαν μια ξανθιά από μαλλιά πλεξούδα, κι όλοι έμειναν άφωνοι, με τρόμο να κοιτάζουν. Μονάχα η γριά που είδε απ’ το κορίτσι γιατρειά τόλμησε να μιλήσει: «Ετούτη η πλεξούδα εδώ, είν’ του κοριτσιού, της Μαριγώς, σκοτώσατε τα παιδιά σας…».


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Το Αχ της μετακόμισης

Έτσι ακριβώς! Μιας μετακόμισης που δε λέει να τελειώσει, αφού γίνεται αποκλειστικά με Ι.Χ., και μ’ αυτό πόσα να κουβαλήσει κανείς. Ωστόσο, η σωτηρία δεν είναι μακριά. Ένα ακόμη ταξίδι δρόμος, φτάνει φυσικά να μην ξεχάσω πίσω κάποια πράγματα, όπως σήμερα. Όπως σήμερα που ήρθα έχοντας κατά νου να βάλω τις τελευταίες πινελιές στο σκηνικό της ανατέλλουσας ζωής, πράγμα που δεν κατάφερα.
Αλλά, ας μην παραπονιέμαι. Όλα, λίγο ή πολύ, πάνε καλά. Ζω μέσα σ’ ένα χάος από σακούλες και κιβώτια, από στοίβες βιβλία, ταινίες, φωτογραφίες και μουσικές, κι αυτό καθόλου δε με χαλά. Ως την Κυριακή θα βάλω τάξη. Ως τη Δευτέρα θ’ αρχίσω να χαίρομαι όλα τα χρώματα του Φθινοπώρου δίχως έγνοιες.
Ένα ακόμη πράγμα που μ’ αρέσει πολύ εδώ: Το Φθινόπωρο! Πραγματικό Φθινόπωρο, με συννεφιές και αέρηδες, μ’ αγιάζι και ψιλή βροχή.
Ανυπομονώ, για το αύριο, πολύ...

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Έβρεξε Βιβλία

Επιτέλους, ήρθαν τα βιβλία, που περίμενα πριν από ένα μήνα περίπου, από το Άμαζον. Την ευθύνη για την καθυστέρηση φέρουν τα μοναδικά και αμίμητα κυπριακά ταχυδρομεία, που δε μου έστειλαν τις δύο ειδοποιήσεις για να πάω να παραλάβω τα δέματα, αλλά ωστόσο με τίμησαν με μία ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ, την οποία παρέλαβα σήμερα.
Όπως και νάχει, τώρα πια τα ψέματα τέλειωσαν, και πρέπει να πάψω να χρησιμοποιώ τη φτηνή δικαιολογία ότι διαβάζω πολύ-πολύ αργά επειδή δεν έχω νέα βιβλία (ένα μήνα ξόδεψα στα «Χρονικά της Νάρνια» του Λιούις).
Τα έργα που θα με κρατήσουν απασχολημένο για τους επόμενους δύο μήνες είναι:

Α) Τα Γιαπωνέζικα:

Real World – Natsuo Kirino
The Diving Pool – Yoko Ogawa
Blind Willow, Sleeping Woman – Haruki Murakami
Piercing – Ryu Murakami
Amrita – Banana Yoshimoto
Crossfire – Miyuki Miyabe
Snakes and Earring – Hitomi Kanehara

Β) Τα Αφρικάνικα

When the Lion Feeds – Wilbur Smith
Desert Children – Waris Dirie
Half a Yellow Sun – Chimamanda Ngozi Adichie
Anthills of the Savannah – Chinua Achebe

Γ) Το Εγγλέζικο

Possession – A.S. Byatt

Δ) (Αστυνομικές) Αμερικανιές

The Harry Bosch Novels vol.2 – Michael Connelly

Είμαι σίγουρος πως κάποιοι νέοι τίτλοι θα προκύψουν στην πορεία. Αλλά, αρκετά μίλησα. Έφτασ’ η ώρα να βουτήξω στο τελευταίο βιβλίο από τα εφτά των «Χρονικών της Νάρνια».

Νύχτα καλή.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Λιλή Ζωγράφου - Που έδυ μου το κάλλος

«Αχάριστη καρδιά δε σου ’φτασαν τόσα χρόνια που σε περίμενα; Χωρίς μέτρο σ’ αγάπησα. Και χωρίς έλεος φέρθηκα στους δικούς μου. Ούτε τη μάνα μου δεν έκλαψα όταν πέθανε. Απ’ όλους με χώριζε η βαριά σκιά σου. Τεράστια σαν τις αποστάσεις που μας χώριζαν, σαν την σιωπή σου που πολλαπλασιαζόταν με τους χρόνους σε θάνατο διαρκείας. Ποτέ δε σ’ αγάπησα τόσο όσο πόνεσα για το χαμό σου. Πόσους; Τριάντα; Κι οι μέρες τριακόσιες εξήντα πέντε κι οι νύχτες διπλάσιες. Μια αιωνιότητα γίνηκες απουσιάζοντας από τη λαμπερή νιότη μου που μάζευε με τις αγρύπνιες, που θάμπωνε αφού δεν καταύγαζε πια τη λατρεία του βλέμματός σου που κλόνιζε το ένοχο βάδισμά μου καθώς γλιστρούσε αθόρυβα στο μισοσκόταδο, με ταμπούρλα στην καρδιά μου, τρελή, τρελή, μονολογούσα, λες και προσευχόμουν, καθώς είχα μόλις ξεφύγει από τα συνωμοτικά ψιθυρίσματα του σπιτιού μου που όλο και κάποιο σαμποτάζ σκάρωναν με κείνον τον κρυμμένο αντάρτη στο κελάρι, τον κοντό ήρωα που θα σας τίναζε στον αέρα. Η τελευταία μαχαιριά της προδοσίας μου σταματούσε την καρδιά μόλις διέκρινα να γυαλίζουν στο σκοτάδι τα μπρούντζινα μετάλλια στη στολή σου κι αμέσως άνοιγαν οι φτερούγες των χεριών σου κι ένιωθα μόνο τον παφλασμό των ωκεανών που μ’ έπαιρναν, μ’ έπαιρναν στην υγρασία των χειλιών σου κι όλα γίνονταν χαμός. Και αλήθεια είχε γεννηθεί ο Κύριος και γω χανόμουν διά την αγάπην Αυτού και τραγουδούσα με το κορμί μου ύμνους στην άρπα της γης. Κύριε, Κύριε, καλώς εγεννήθεις...»

Απόσπασμα

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Οι γυναίκες της συγνώμης - Απόσπασμα

Και ήρθαν μέρες γαλήνια δύσκολες, τρυφερά αμήχανες. Δύσκολες, καθώς ο Δημήτρης προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες, καθώς η Χριστίνα είχε κοντά της τον αγαπημένο και δεν ήξερε τι να κάνει μ’ αυτόν. Αμήχανες για τους ίδιους λόγους. Ζούσαν μαζί, αλλά σαν ένα ζευγάρι γερασμένο, που με τα χρόνια ανέπτυξε μια σχέση γλυκιάς συγκατάβασης, αδελφική.
Η Χριστίνα στεναχωριόταν και δεν το έδειχνε, πέθαινε μέσα της και δεν έβγαζε μια κραυγή για βοήθεια. Ήθελε να του δώσει χώρο και χρόνο. Χώρο για να προσαρμοστεί στη νέα ζωή, χρόνο για να παλέψει με τους δαίμονες του και να ξεκαθαρίσει το μέσα του αχούρι.
Ο Δημήτρης, την έβλεπε να υποφέρει, διάβαζε τον πόνο και τη λύπη και τη μοναξιά στα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να της προσφέρει γιατρειά, ανακούφιση. Όχι ακόμη. Ναι, την αγαπούσε, «την αγαπώ όπως την ίδια μου τη ζωή,» σκεφτόταν, αλλά ένιωθε πως τη συγκεκριμένη στιγμή δε θα μπορούσε να της χαρίσει παρά περισσότερο πόνο, πιότερη θλίψη.
Έτσι, κατέληξαν σ’ ένα αμίλητο συμβιβασμό. Ξόδευαν σχεδόν όλο το χρόνο τους μαζί, περπατώντας, πίνοντας, συζητώντας, σιωπώντας, αλλά ποτέ δεν έπιαναν στα χείλη τα θέματα που καίγαν: τον έρωτα της Χριστίνας για κείνον, το έγκλημα που πάντα τον ακολουθούσε, το αύριο που ίσως να μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Η κοινή τους ζωή, η τόσο επίπεδη, η τόσο προβλεπτή, ήταν πόνος κι απόλαυση την ίδια ώρα. Πόνος για την πλήρη εγκατάλειψη απ’ τους φίλους, απόλαυση για το δέσιμο μεταξύ τους που έμοιαζε να γίνεται παρ’ όλες τις δυσκολίες όλο και πιο δυνατό. Τις πρώτες εκείνες μέρες ο Δημήτρης προσπάθησε να βρει και να ενώσει τα νήματα που τον ένωναν με τους αλλοτινούς φίλους, να βρει μια νέα ζωή κι ακέραιες ελπίδες στα γνώριμα μονοπάτια του χθες. Αλλά, σύντομα αντιλήφθηκε ότι έτρεφε αυταπάτες. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι ξανά όπως παλιά. Τα αστεία μπαγιάτεψαν, τα αισθήματα σκούριασαν, κανείς απ’ τους συντρόφους του χθες δεν ήθελε να είναι φίλος του και πάλι. Ήταν στιγματισμένος, τον ξέγραψαν. Έτσι, μοναδική φίλη και αδελφή παρέμεινε για κείνον η Χριστίνα. Κάθε βράδυ, πολύ αργά, όταν τα πολλά φώτα σβήναν κι οι θόρυβοι γαληνεύαν έβγαιναν έξω, στις ήσυχες γειτονιές της μικρής τους πόλης. Περπατούσαν αργά και τρυφερά αγκαλιασμένοι, ψιθυρίζοντας αναμνήσεις, χαμογελώντας μυστικά. Οι βόλτες αυτές μύριζαν οδύνη και σωτηρία για το Δημήτρη, σωτηρία κι οδύνη για τη Χριστίνα. Του θύμιζαν τους περίπατους με τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη Μίρα, δάκρυζε σιωπηλά κι ανακουφιζόταν με τις αναμνήσεις του... Της θύμιζαν το αύριο που ονειρευόταν, χαμογελούσε και ξεγελούσε τη θλίψη της, πονούσε στην ιδέα ότι εκείνο το αύριο δεν ήταν τώρα...
Την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του, έστω αργά, στο κάστρο, εκείνο το κάστρο που χρόνια πριν έγινε το σκηνικό για μια τρυφερή στυγνή δολοφονία, ένιωσε τις ανάσες του να κόβονται, τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ένιωσε την παρουσία Της εκεί. Και κάθισε μόνος πάνω σ’ ένα βράχο κι έκλαψε. Έκλαψε πικρά, έκλαψε τελεσίδικα, έχωσε το μαχαίρι και πάλι βαθιά στη νοητή πληγή, αναζητώντας μια έξοδο απ’ τα αδιέξοδά του. Η Χριστίνα καθόταν λίγο πιο πέρα και τον παρατηρούσε σκεφτική, αθέατη, σκυφτή στον εαυτό της, στις θεές της τύχης παραδομένη. «Ό,τι είναι να γίνει, θε να γίνει,» σκεφτόταν καθώς ο ήχος των κυμάτων σπούσε τη σιωπή, καθώς ο νοτιάς της χάιδευε το πρόσωπο, καθώς... εκείνος την κοιτούσε. «Μίρα,» πήγε να φωνάξει αλλά συγκρατήθηκε. Βγήκε απ’ το ονειροπόλημά του. «Χριστίνα,» ψιθύρισε, «Χριστίνα, έλα εδώ, σε παρακαλώ...» Σηκώθηκε, πήγε κοντά του. Της έκανε χώρο στο βράχο και κάθισε δίπλα του, την έκλεισε στην αγκαλιά του, φίλησε τα μαλλιά της που μύριζαν γιασεμί κι ονειροφαντασία.
Παρέμειναν εκεί, τυλιγμένοι μες στην πολύλογη σιωπή, ρουφώντας τους ήχους της φύσης, καταβροχθίζοντας το φως της ημισελήνου, παίρνοντας ζεστασιά ο ένας απ’ την ύπαρξη του άλλου.
Καθώς ο ήλιος πρόβαλλε κροκοκόκκινος μέσα από τη θάλασσα, η Χριστίνα ένιωθε πιο αισιόδοξη παρά ποτέ. Είχε μόλις ζήσει μια από εκείνες τις στιγμές μαγείας που πάντα ονειρευόταν. Είχε περάσει μια νύχτα στην αγκαλιά του, είχε κουρνιάσει στον κόρφο του, μυρίστηκε τους χυμούς του κορμιού του. Δεν μπορεί, το αύριο έπρεπε και θα ήταν καλύτερο. Όσο για το Δημήτρη, αυτός δεν ένιωσε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Απλά ένιωσε καλύτερα, ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό άνθρωπος και γι’ αυτό ευγνωμονούσε τη Χριστίνα, αλλά έως εκεί. Το αύριο θα έπρεπε να περιμένει.
Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν έφτασαν στο σπίτι της Χριστίνας. Ω, ήθελε τόσο πολύ, όσο τίποτα στον κόσμο να τον πάρει μαζί της στο δωμάτιό της, στο κρεβάτι της, να σβήσει επιτέλους τους πόθους της, αλλά δεν προσπάθησε να το κάνει. Μπορούσε να διαβάσει στα μάτια του την άρνηση. Έτσι, απλά τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο, χάιδεψε φευγαλέα τα μαλλιά του και του ευχήθηκε να δει όνειρα ταξιδιάρικα.
Κλείστηκε στο δωμάτιό της, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι, και αντί να αρχίσει να κλαίει όπως θα περίμενε κανείς, ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα διψασμένα της χείλη. Αν και η κατάληξη ετούτης της μέρας δεν ήταν ακριβώς αυτή που ευχόταν, ωστόσο, είχε γίνει το πρώτο βήμα. Κάτι ήταν κι αυτό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει και πάλι στο μυαλό της τις εικόνες που προηγήθησαν, να θυμηθεί τη μυρωδιά του κόρφου του, να νιώσει τη ζεστασιά της αγκάλης του. Ένιωθε καλά, τόσο καλά, σα γλυκιά νοσταλγία, σα χάδι ερωτικό. Όταν τελικά αποκοιμήθηκε το κορμί της είχε πάρει τη στάση του εμβρύου, κι ανάμεσα στα πόδια και στην αγκαλιά της, κρατούσε σφικτά ένα μαξιλάρι, που ίσως κάποια μέρα σύντομα, να έπαιρνε άλλη μορφή.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Παραλήρημα

Πώς γίνεται να πέθανες
Έτσι χωρίς να ρωτήσεις κανέναν
πήγες και πέθανες
και τίποτα πια
δεν μπορεί ν’ αλλάξει αυτό τον αποτρόπαιο
θάνατο
ούτε και να μου μιλήσεις πια
δε θα σ’ ακούσω ποτέ
ούτε θα δω τα τεράστια γαλανά σου
μάτια να με πυροβολούν
ολόισια
στο βάθος της καρδιάς μου
να με ξετινάζουν σα σκονισμένο ρούχο
Σε ξέρω
το ’κανες ξεπίτηδες
για να μην αντηχήσει πια η φωνή σου
να με βγάλει από την ταπείνωση
της αμείλικτης σιωπής σου
Είσαι
ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε
να με κουρελιάσει
ενώ όλους
τους ταπείνωνα εγώ και με καμάρωνες
θυμάσαι;
Τι να θυμάσαι συ που αγνοείς τώρα πια
και την ύπαρξή μου
και πήρες
μες στη βουβαμάρα σου
αγιάτρευτη κι ανήμερη την αποσβολωμένη
καρδιά μου...

Παραλήρημα σε Ντο Μείζονα. Απόσπασμα από το μονόλογο της Λιλής Ζωγράφου. Εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Η πρώτη ανάρτηση απ’ το χωριό. Όχι, δε μετακόμισα τελείως ακόμη, αλλά είμαι ένα βήμα πριν από την τελευταία πράξη, αφού από χθες έχω και ίντερνετ. Η νέα (φιλ)ήσυχη ζωή πήρε να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνία...

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Το αίμα της Ερατώς

Το πρότελευταιο από τη σειρά με τα δήθεν παραμύθια:

Ένα κορίτσι όλο καρδιά ήτανε η Ερατώ. Ξυπνούσε και κοιμόταν με το χαμόγελο, την αγαπούσε όλος ο κόσμος, την ποθούσαν όλοι οι νέοι.
Στην κλειστή κοινωνία ενός χωριού αυτός που ξεχωρίζει είναι σαν καταραμένος. Δεν είναι πρέπον να ξεφεύγει κάποιος απ’ τα συνηθισμένα. Κι η Ερατώ ξέφευγε, πολύ!
Όλοι παριστάναν τους καλούς, τους ευσεβείς, τους πιστούς, τους ανοικτόκαρδους. εκείνη ήταν τα πιο πάνω. Χάριζε απλόχερα αγάπη, σεβόταν θεούς κι ανθρώπους και πίστευε σ’ αυτούς.
Απ’ τα μικράτα της ήταν γενναιόδωρη. Χάριζε τα παιχνίδια της σε άλλα, φτωχότερα παιδιά, ακόμη και το σακάκι της τόλμησε κάποια φορά να βγάλει στη μέση της πλατείας και να το δώσει στο κοριτσάκι μιας ζητιάνας που το ’βλεπε να κρυώνει.
Ο πατέρας της, άρχοντας σωστός, πλούσιος σε χωράφια και λεφτά, δεν έβλεπε με καλό μάτι τις σπατάλες αυτές του κοριτσιού. Κι ας μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτήν όλοι οι χωριανοί. «Με το ξόδεμα, δε γίνεται κανείς άνθρωπος», σκέφτονταν από μέσα του αλλά, σε ποιον να μιλήσει; Η γυναίκα του ήταν περήφανη για το παιδί, κι οι δυο οι γιοι του δε φαίνονταν να νοιάζονται.
Περνούσε ο χρόνος, η Ερατώ μεγάλωνε και γινόταν όλο και πιο όμορφη, όλο και πιο γενναιόδωρη, ένα αληθινά χρυσό κορίτσι. Οι γριές άναβαν λαμπάδες στ’ όνομά της και παρακαλούσαν το θεό να την έχει πάντοτε καλά, οι μανάδες την καλόβλεπαν για νύφη, τα κορίτσια την εζήλευαν, μα κανένα δεν μπορούσε να της μοιάσει, κι οι νιοι έπιναν νερό και κρασί στο όνομά της.
Ξόδευε πολλές νυχτιές, αμέτρητες μέρες, φροντίζοντας μοναχικές γριές που είχαν αρρωστήσει και δεν είχαν κανένα στον κόσμο αυτό για να τις εκοιτάξει, και άλλες τόσες μαθαίνοντας γράμματα στα τσιγγανόπουλα που είχαν στήσει παραπήγματα έξω απ’ το χωριό, δίχως κανένα κέρδος. Ακόμη κι ο παπάς τόλμησε να πει, «αυτή θα γίνει αγία!»
Παρόλ’ αυτά δεν έλεγε να μαλακώσει η καρδιά του κυρού της. Βιαζόταν, μάλιστα, να τη δει να μεγαλώνει για να τηνε παντρέψει, να τη βάλει σε μια τάξη. Τα ίδια νιώθαν και τ’ αδέρφια της, που θεωρούσαν πως η άμυαλη, τους ξόδευε το βιος τους. Πολλές φορές προσπάθησαν στο τραπέζι σαν εκάθονταν του μεσημεριού, να τη συνεφέρουν, αλλά εκείνη δεν εκαταλάβαινε, μόνο χαμογελούσε.
Στα δεκαοκτώ της πια η Ερατώ, ήταν ωραία σαν οπτασία, με πρόσωπο που έλαμπε πιότερο κι απ’ τον ήλιο, με ολόχρυσα μαλλιά τριγυρισμένο. Κι αρχίσαν το ’να μετά το άλλο να ’ρχονται τα προξενιά, μα ο πατέρας της όλα τα αρνιόταν. Αρχοντοπούλα ήτανε μαθές, δε θα την έδινε ποτέ σε κάποιο φτωχαδάκι. Η Ερατώ; Αυτή χαιρότανε, για του κυρού της τις αρνήσεις. Δεν ήθελε ακόμη εκείνη να παντρευτεί, να μπει στο ψεύτικο χρυσό κλουβί που το ελέγαν γάμο. Έλα, όμως, που άναβαν τα αίματα του κάθε νιου που την εκοιτούσε!
Οι άλλες νέες του χωριού ένιωθαν ένα μίσος να γεννιέται μέσα τους για τούτο το κορίτσι. Πολύ όμορφη, πολύ καλή, πολύ αληθινή, τις γέμιζε με ζήλια. «Δε γίνεται, κάποιο θα κρύβει μυστικό», σκεφτόνταν.
Σιγά σιγά κάποιοι ψίθυροι αρχίσαν να διατρέχουν το χωριό, πως τάχατες η Ερατώ ένα νιο είχε κρυφά αγαπήσει. Κάτι άκουσε κι αυτή, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει. Ο πατέρας και τ’ αδέρφια της, όμως, ανησυχήσαν. «Βρε, θες να τους σπιτώσει κάνα φτωχοδιάβολο αυτή και το καλό τους όνομα να το αμαυρώσει!»
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο οι ψίθυροι πληθαίναν. Μα, κανείς δεν ήξερε από που είχαν ξεκινήσει, και κατά πόσο μέσα τους έκρυβαν την αλήθεια. Η Ερατώ επέμενε πως, όλα ήταν ψέμα. Οι δικοί της, ωστόσο, σα να κάθονταν σε κάρβουνα αναμμένα.
Μέρα τη μέρα ένιωθε τη συμπεριφορά των άλλων χωριανών ν’ αλλάζει απέναντί της. Δεν της χαμογελούσανε όπως παλιά και μισή της λέγανε την καλημέρα. Κι ενώ αυτή συνέχιζε μ’ όλη της την καλή ψυχή της καρδιάς τα δώρα να χαρίζει, οι γύρω της έμοιαζαν πια να την περιφρονούνε. Λες κι όλα όσα έκανε τα έκανε για το συμφέρον. Μονάχα οι τσιγγάνοι φαίνονταν από ψίθυρους και λόγια να μην παίρνουν. Την αγαπούσανε όλοι από καρδιάς, ακόμη και τώρα πια που δεν είχε πολλά να τους προσφέρει, αφού οι δικοί της τής απαγορέψανε να σπαταλά την περιουσία.
Οι νιοι, πάντα την καλοβλέπανε, μα, κάτι σα να άλλαξε σ’ αυτό το βλέμμα. Χάθηκε η αθωότητα. Δεν την κοιτούσαν πια σαν άνθρωπο, αλλά σα σώμα. Κι αν την πετυχαίναν κάπου μοναχή, για το ωραίο της κορμί, ολοένα της μιλούσαν.
Σιγόσβηνε το χαμόγελο από το πρόσωπό της. Κι η ζωή της που ’ταν χαράς δροσιά, με γκρίζα σύννεφα είχε γεμίσει, κι έγινε χλωμή σαν αμαρτία.
Σύχναζε όλο και πιο πολύ στων τσιγγάνων τον καταυλισμό. Εκεί μονάχα ένιωθε πως ζούσε. Απλοί άνθρωποι, καταδεχτικοί, οι τσιγγάνοι την έκαναν δική τους. Μάθαινε να διαβάζουν τα παιδιά κι εκείνα την έκαναν να χαμογελάει. Της άρεσε εκείνη η ζωή, οι τρόποι της απλότης. «Αυτοί ξέρουν να ζουν μονάχα σήμερα, γι’ αυτό και ζούνε», σκέφτονταν σιωπηλά τα βράδια. Δεν ήτανε, όμως, σ’ εκείνο μόνο που διέφεραν απ’ τους λοιπούς ανθρώπους. Οι τσιγγάνοι ψάχναν συνέχεια αφορμή για να χαρούν και να διασκεδάσουν. Δε νοιάζονταν αν είχαν λίγα ή πολλά, κι ούτε ποτέ τους περισσότερα δε φαίνονταν να ζητάνε. Σ’ αντίθεση με τους συγχωριανούς της Ερατώς, που στα μάτια της πια, αχόρταγοι μοιάζαν.
Ω, πόσο τ’ απολάμβανε κάποιες βραδιές, που με τους καλούς της φίλους κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά και τραγουδούσε, ή σα σηκωνόταν και μαζί τους έσυρνε άγριο χορό βγαλμένο απ’ της ιστορίας τα βάθη.
Ηθελημένα ή άθελά της η Ερατώ, μ’ αυτό τον τρόπο της ζωής, τις φήμες τις κακές που φτιάχτηκαν γι’ αυτή, μόνη τροφοδοτούσε. Κι όσοι καλό είδαν απ’ αυτήν, τώρα, δεν ήθελαν καθόλου να την ξέρουν. Οι νέες χαίρονταν πια, γιατί με τον τρόπο τους το διαβολικό κατάφεραν να την καταστρέψουν. Οι μανάδες που παλιά την έβλεπαν σαν άγγελο, τη θεωρούσαν πια κατάρα, κι οι νιοι. αυτοί μονάχα σκέφτονταν, πως το κορμί της να κουρσέψουν. Μοναχά κάποιες γριές επέμεναν να την αγαπούνε. Γιατί σαν ήταν άρρωστες, μοναχά εκείνη τις κοιτούσε. Εκείνη τους έφερνε τα φάρμακα, και πάνω απ’ το προσκεφάλι της πολλές φορές εξενυχτούσε.
Κάποια νυχτιά αργά, ενώ σπίτι της επέστρεφε από τον καταυλισμό των τσιγγάνων, άκουσε βήματα από πίσω της να τηνε πλησιάζουν. Προτού προλάβει να γυρίσει για να δει ποιος την ακολουθούσε, ένιωσε ένα χέρι σκληρό να την αγκαλιάζει από πίσω κι άλλο να τη φιμώνει. «Απόψε θα γίνεις δικιά μου, πόρνη», άκουσε ένα πνιγμένο ψίθυρο στ’ αυτί και τρόμαξε τη φωνή ν’ αναγνωρίσει. Ήτανε ο Νικολής, των αδερφών της ο καλύτερος ο φίλος. Πισθάγκωνα κρατώντας την, την οδήγησε σ’ ένα ερημικό λιοχώραφο. Την έριξε χάμου κι εκειδά τη βίασε, και το κορμί της πότισε το χώμα με το κόκκινο υγρό της αθωότητάς της. Φεύγοντας ο μολευτής πήρε μαζί του μια ζωή και άφησε κουρέλι.
Σέρνοντας σχεδόν τα πόδια της η Ερατώ κίνησε για το σπίτι της και ξύπνησε τους δικούς για να τους πει τι εσυνέβη. Σαν όλα τους τα εξιστόρησε, πήρε η μάνα για να πει, αλλά δεν πρόλαβε να βγάλει άχνα. Ένα χαστούκι άστραψε βαρύ στο πρόσωπο του κοριτσιού ο κύρης και την αποκάλεσε καταραμένη. «Ατίμασες τ’ όνομά μας», βρήκε μόνο για να πει. Η μάνα της έπεσε σε μια καρέκλα βαριά, τ’ αδέρφια της κρυφοχαμογελούσαν. Αυτοί, εξάλλου, ήταν σίγουροι πως δεν έφταιξε σε τίποτα ο Νικολής, τίμιος άνθρωπος, καλός και ξηγημένος. Μάλλον, «απ’ το νου της θα τα ’βγαλε όλ’ αυτά, η πουτάνα».
Πήρε να κλαίει η Ερατώ, να φωνάζει αθώα πως είναι. Αλλά, η μάνα της δεν είχε τη δύναμη να την υπερασπιστεί, κι οι άντρες ήταν σίγουροι για την ενοχή της. Κάποια στιγμή σαν έπεσε βαριά σιωπή, ο κύρης της που για ώρα ήταν σκεφτικός, απόσυρε το βλέμμα απ’ το πουθενά και την κοίταξε με μίσος. «Δεν έχεις πια θέση καμιά στο σπίτι αυτό. Μπορείς να φύγεις». Αντιγύρισε το βλέμμα του εκείνη και τον έκανε να σαστίσει, καθώς κει μέσα διάβασε την περιφρόνησή της, το λάθος το δικό του. Μετά, σηκώθηκε περήφανη, χαιρέτισε «γεια σου καημένη μάνα», και κίνησε για τους ανθρώπους τους αληθινούς, τους φίλους της τους τσιγγάνους.
Την επόμενη μέρα βούιξε όλο το χωριό από τα γεγονότα. Κι όλη ρωτούσανε το Νικολή γιατί μαζί του η κολασμένη τα ’χε βάλει. Εκείνος, κορδωμένος πετεινός, τους έλεγε πως του ζήτησε να την παντρευτεί, αλλά επειδή αυτός αρνήθηκε, αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Από κοντά και τ’ αδέρφια της που χαμογελαστά σε όλα συμφωνούσαν.
Κάπως έτσι το κορίτσι εκείνο το άγιο έγινε του σατανά η κόρη. Και τις Κυριακές στο κήρυγμά του ο παπάς προέτρεπε τα νέα κορίτσια του χωριού στο θεό να ’ναι πιστά, για να μην έχουν την τύχη την κακή της καταραμένης. Κι εκείνα όλο προσοχή ακούγανε, για να ’χουν κάτι να συζητούν μετά και να γελούνε.
Ζώντας με τους τσιγγάνους φίλους της, η Ερατώ, ένιωθε ευτυχισμένη, νόμιζε πως βρισκόταν στην ασφάλεια και τίποτα δε θα μπορούσε πια να την πειράξει. Δε λογάριαζε, όμως, μέχρι που μπορεί να σε πάει το μίσος. Οι χωριανοί με πρώτους πρώτους τ’ αδέρφια της, το Νικολή και τον παπά, κάθε Κυριακή μετά την εκκλησιά συνεδριάζαν, και να βρουν τρόπο ψάχνανε, τους τσιγγάνους για να διώξουνε απ’ την περιοχή τους. «Οι σατανάδες τι γυρεύουνε μες στα δικά μας σπίτια;», αναρωτιόταν ο κύρης του κοριτσιού, ο άρχοντας, κι οι άλλοι συμφωνούσαν.
Κάποια βράδια, καιρό μετά, καθώς η Ερατώ με τρόμο και χαρά ανακάλυπτε πως έγκυος ήταν, ένας βοσκός πήγε τρεχάτος στο χωριό για να καταγγείλει πως τρία απ’ τα πρόβατά του κάποιοι είχαν κλέψει. Και βρήκανε οι άθλιοι την αφορμή, κι είπαν πως ένοχοι ήταν οι τσιγγάνοι.
Την επόμενη μέρα άντρες πολλοί αρματώθηκαν και κίνησαν για τον καταυλισμό, τους τσιγγάνους με το καλό ή με το άγριο να τους εδιώξουν. Αυτοί αρνηθήκαν την κλοπή και, «από δω δεν το κουνάμε», είπαν. Ο Νικολής, τραβώντας το μαχαίρι του, πρώτος το φονικό χορό πήρε να χορεύει κι οι άλλοι ακολουθήσαν. Έκπληκτοι κι άοπλοι οι φτωχοί τσιγγάνοι, ο ένας μετά τον άλλο έπεφταν κάτω απ’ τα φονικά μαχαίρια. Το αίμα χύνονταν πολύ κι η γη ποτίζονταν κι έχανε τη ζωή της. Οι γυναίκες θρήνο έσερναν βαρύ και τα παιδιά τους τραβούσανε μακριά, αυτά τουλάχιστον απ’ το λουτρό να σώσουνε του Χάρου.
Μονάχα μια γυναίκα δεν έτρεξε μακριά, μα ένα μαχαίρι άρπαξε και ρίχτηκε στη μάχη. Και καθώς του διάβολου ο πρώτος μαχητής, ο Νικολής, ετοιμαζόταν ένα παιδί που πίσω ξέμεινε να σφάξει, ένα μαχαίρι ένιωσε να του χαρακώνει βαθιά το στήθος, και προτού ξοδέψει την τελευταία του πνοή, πρόλαβε να δει, της Ερατώς να τον διαπερνά το φλογισμένο βλέμμα. Αμέσως μετά, κάποιος δειλός, πλησίασε από πίσω και με μαχαίρι κοφτερό έκοψε το λαιμό της. Κανένας δεν αντίκρισε ποτέ το φονιά πατέρα να δακρύζει.
Όλοι οι άντρες του τσιγγάνικου καταυλισμού στο τέλος της μέρας ήτανε νεκροί ή βαριά τραυματισμένοι. Οι γυναίκες κλαίγαν για το κακό που ήρθε και πεισμώνανε για να το ενικήσουν.
Σύμφωνα με το θρύλο, μια απ’ αυτές ένα ματωμένο, κάπου, βρήκε μαχαίρι, που ήταν μαγεμένο. Λέγαν πως σ’ όποιαν άγγιζε πληγή αμέσως γιατρευόταν κι ότι σημάδι ήτανε πως ο θεός μαζί τους πια κατοικούσε.
Την Ερατώ τη θάψανε στην κορυφή ενός βουνού, όπου ν’ ανεβαίνει πολύ της άρεσε παλιά, για ν’ αγναντεύει τον κόσμο. Γύρω απ’ τον τάφο της ανθίσανε μεμιάς παράξενα και όμορφα λουλούδια.
Λένε ακόμη, πως εκεί που τηνε σκότωσε ο παιδοφονιάς, ανοίξανε οι τσιγγάνοι ένα πηγάδι, που ολόχρονα αναβλύζει γλυκό νερό και δίνει ζωή στον κάμπο.
Ο πατέρας της για χρόνια πολλά βασανίστηκε από εφιάλτες φρικτούς και μια μέρα με παγωμένο το βλέμμα τον βρήκανε νεκρό μες στο κρεβάτι. Οι χωριανοί ελέγανε πως «πριν ο θάνατος τον βρει, συνάντησε τον Χάρο».
Τ’ αδέρφια της τα χτύπησε μια αρρώστια τρομερή, και καθηλώθηκαν κι οι δυο ως το θάνατό τους στο κρεβάτι.
Ο παπάς του χωριού ξεψύχησε καθώς έκανε κήρυγμα αγάπης στην εκκλησιά, για τους «σατανάδες τους τσιγγάνους, που τη θρησκεία μας θέλουν να καταστρέψουν».
Η ελιά κάτω απ’ την οποία γνώρισε τη φρίκη η Ερατώ ξεράθηκε, αλλά γύρω της ανθίζουνε ολόχρονα αλλόκοτες παπαρούνες.
Το όνομα Ερατώ, είναι το πιο συνηθισμένο στον τσιγγάνικο καταυλισμό!


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Το μυστικό του παππού

Ένα ακόμη μοντέρνο (σαν) παραμύθι:

«Παππού, τι κάνεις εδώ;»
Μόλις άνοιξε την πόρτα, κι είδε μπροστά του τον παππού του τα ’χασε. Βλέπετε, ο γέροντας ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη πολύ μακριά, και εξ όσων ήξερε ο Μιχάλης, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Αθήνα. Κι όμως να ’τον τώρα εδώ!
«Πως ήρθες; Ποιος σ’ έφερε;»
«Δε με παίρνει ο χρόνος για λόγια περιττά», του είπε ο παππούς και πέρασε μέσα, μια και ο αποσβολωμένος εγγονός του, ξέχασε να του πει να μπει.
Έμενε σ’ ένα δυαράκι στη Νεάπολη ο Μιχάλης. Φοιτητάκι που αγωνιζόταν να πάρει το πτυχίο του στη νομική, να κάνει περήφανους τους γονιούς του.
Στρογγυλοκάθισε ο γέροντας σε μια καρέκλα και είπε και σ’ αυτόν να κάνει το ίδιο.
«Θες κάτι να πιεις; Καφεδάκι, νερό, οτιδήποτε;» ρώτησε ο εγγονός, μα ο γέροντας του απάντησε ότι «έχουν πια χαθεί οι γεύσεις», και του ζήτησε ξανά να καθίσει. Τι να κάνει; τον υπάκουσε.
«Μιχάλη, ήρθα να σου πω μια ιστορία και σε παρακαλώ πολύ να μη με διακόψεις. Μην προσπαθήσεις να καταλάβεις αυτά που θα σου πω με τη στρογγυλή σου λογική, του δικηγόρου, μόνο πίστεψε ότι ο παππούς σου είναι ένας άνθρωπος αμαρτωλός, κάποιος που πόνεσε πολύ, πιότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να ειπωθεί. Κι ο πόνος του αυτός ερχόταν από μέσα, απόνα μυστικό που χρόνια πολλά, για μια ζωή κράτησε μες στην ψυχή του. Δεν ήρθα εδώ ούτε για να ζητήσω συγχώρεση, αλλά ούτε και δίκη. Ξέρω καλά το κρίμα μου και εξιλέωση δεν υπάρχει. Το μόνο που ζητώ είναι να με ακούσεις. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι», απάντησε ο νεαρός, αν και κάπου μέσα του ένιωθε πως τον κορόιδευε ο παππούς του, αφού ήταν γνωστός χωρατατζής.
Άρχισε, όμως, ο γέροντας να διηγιέται την ιστορία του:
«Στα πολύ παλιά τα χρόνια, όταν ήμουν παλικαράκι, ζούσαμε με τους προπάππους σου σ’ ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας. Ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου δεν είχε πολλά να δει ή να κάνει κανείς. Μοναδικές μας ασχολίες ήταν το ψάρεμα κι οι καλλιέργειες. Όσο για διασκέδασες, τίποτα. Μόνο όταν κάποτε περνούσανε απ’ το χωριό πλανόδιοι μουσικοί ή σα γινόταν κάνας γάμος ή κάποιο πανηγύρι ξεδίναμε λίγο. Τέτοια ήταν η ζωή μας και μας άρεσε, αφού δεν είχαμε άλλη.
Σ’ αυτό το χωριό μεγάλωσα, λοιπόν, παρέα με τον καλύτερό μου φίλο το Γιώργη. Την ίδια ηλικία είχαμε μαθές. Με το Γιώργη ήμασταν συνέχεια μαζί, απ’ τη νύχτα ως το πρωί, αφού μαζί βγαίναμε για ψάρεμα τα βράδια, μαζί πηγαίναμε βόλτες, μαζί κάναμε τις σκανταλιές μας, μαζί μάθαμε και τα λίγα γράμματά μας.
Ήταν καλό παιδί ο Γιώργης, ένας άνθρωπος απ’ τους μοναδικούς. Όλοι τον αγαπούσαν. Πάντα γελαστός, ανοικτή καρδιά, πάντα έτοιμος να βοηθήσει τους άλλους. Κι ομορφάντρας. Να σκεφτείς όλοι οι νέοι του χωριού περίμεναν πως και πως να παν στην πόλη για ν’ αγγίξουν γυναίκα, αλλά ο Γιώργης όχι, αυτόν έρχονταν και τον βρίσκαν. Έκρυβε πολλά μυστικά, εκείνο το μικρό χωριό...
Τον ζήλευα. Τον ζήλευα πολύ. Κι ας ήταν ο καλύτερός μου φίλος, κι ας μου έτυχαν και μένανε εξ αιτίας του κάποια τυχερά. Ένιωθα ένα τίποτα μπροστά του. Εκείνος ό,τι ήθελε το έκανε, ό,τι ζητούσε τ’ αποκτούσε, και μάλιστα δίχως καμιά προσπάθεια. Εγώ, τζίφος. Γίδα να πλησίαζα, έφευγε μακριά μου. Τον αγαπούσα όμως, τον αγαπούσα πολύ, κι έλεγα πως αν χρειαζόταν και τη ζωή μου θα ’δινα για κείνον.
Μες στις μικρές χαρές και τις μεγάλες μου απογοητεύσεις περνούσε σιγά σιγά ο καιρός, κι εκεί που σκέφτομουν ότι τίποτα δε θα τάραζε τα ήσυχα νερά του αιώνια κοιμισμένου τόπου μας, να ’σου που κατάφτασ’ η Ελένη. Η γιαγιά σου η Ελένη!
Η γριά που ξέρεις τώρα, κάποτε ήταν μια καλλονή. Είχε πλήθος τις χάρες. Ένα λουλούδι που άνθιζε τον τόπο με το κάθε χαμόγελό του.
Όλοι οι νέοι την ερωτεύτηκαν μεμιάς. Δε φάνταζε κορίτσι στα μάτια μας, αλλά σαν ένα ξωτικό. Κι εκείνη σαν το Γιώργη, όλη μέρα ένα χαμόγελο. Και δεν έμοιαζε καθόλου με τις άλλες χωριανές, αλλά ούτε και με τις γυναίκες που γνωρίσαμε στην πόλη. Έμοιαζε άφοβη, ελεύθερη πολύ, κι οι νιοι στήναν καρτέρι όξω απ’ την πόρτα της για να τηνε θαυμάσουν.
Προτού περάσει πολύς καιρός αρχίνησαν να πέφτουνε βροχή τα προξενιά. Όλοι οι λεύτεροι μαθές, το βάλανε σκοπό να τηνε παντρευτούνε. Μα, ο κυρ Παναής ο κύρης της, κουβέντα δεν ήθελε ν’ ακούσει. Στην αρχή έλεε, πως ο κόρη του είναι πολύ μικρή για παντρειά ακόμη, αλλά μετά άλλαξε το τροπάρι: «Το Λενιώ μου θα πάρει όποιον αυτό διαλέξει.»
Αρχίσαν, λοιπόν, όλοι, κι εγώ μαζί, ν’ ανταγωνιζόμαστε ποιος στο Λενιώ πιότερο αρεστός θα γίνει. Μόνο ο Γιώργης έμεινε έξω απ’ το παιγνίδι αυτό. «Εγώ είμαι εγώ, και σ’ όποιον αρέσω», μου απάντησε σαν έφερα την κουβέντα ένα βράδυ.
Πάντως, περνούσαμε ωραία πολύ, τις μέρες εκείνες. Επιτέλους κάτι διαφορετικό συνέβαινε στη ζωή μας. Όλοι μας είχαμε πια βαρεθεί να ζούμε τα ίδια και τα ίδια.
Η Ελένη, που έμαθε τον άτυπο αγώνα που γινότανε για χάρη της, όπως μας είπε αργότερα, το διασκέδαζε με την ψυχή της. Όλοι οι νιοι του χωριού ήταν στα πόδια της, κι ό,τι κι αν ζητούσε θα το είχε. Για να πούμε την αλήθεια όμως, δε ζήτησε τίποτα. Μιλούσε με όλους πρόσχαρα, είχε για τον καθένα μια καλή κουβέντα, και στις απανωτές προτάσεις που της γίνονταν, πως είναι μικρή, απαντούσε.
Κάποια μέρα, καθώς ένα τσούρμο αγόρια κι αυτή περπατούσαμε παρέα, πρόσεξε το Γιώργη στην ακροθαλασσιά να κάθεται μονάχος, και το απέραντο να κοιτάει. Ποιος είναι, να μάθει, ρώτησε, κι εγώ σα φίλος του γκαρδιακός, προσφέρτηκα να της εξηγήσω. Δεν παρέλειψα φυσικά να της αναφέρω και την περίφημή του δήλωση: «Εγώ είμαι εγώ...». Την κουβέντα μου δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω και κίνησε να πάει κοντά του. Κάθισε δίπλα του σιωπηλή, κι απόμεινε και κείνη τη θάλασσα να κοιτάει. Μετά από πολλή ώρα, την είδαμε να σηκώνεται, χωρίς ν’ ανταλλάξουν λέξη, και να έρχεται προς το μέρος μας. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και φανερά, αλλού. Καταλάβαμε πως, κι ετούτη φορά το παιγνίδι για μας, ήταν χαμένο. Θα την έπαιρνε κι αυτήν ο Γιώργης, δίχως καν να προσπαθήσει, και το χειρότερο, ίσως κάποια μέρα να γινόταν και γυναίκα του. Ένιωσα ένα μαχαίρι να μου ξεσκίζει τα σωθικά.
Την άλλη νύχτα, είπα πως είμαι άρρωστος και δε βγήκα μαζί με το φίλο μου για ψάρεμα. Αν τόκανα ίσως να του ’λεγα λόγια πικρά, για τα οποία αργότερα θα είχα μετανιώσει. Ο πόνος, όμως, μέσα μου ώρα την ώρα όλο και πιο αβάστακτος γινόταν. Βλέπεις, την Ελένη πολύ αγάπησα, την είχα μες στην ψυχή μου, και μέχρι τότες σκεφτόμουνα πως, αφού το Γιώργη δεν τον κόφτει, δεν μπορεί, τούτη θα γίνει δική μου. Μα, να που το όνειρό και πάλι πέθαινε. Δεν το άντεχα. Ήταν θάνατος για μένανε εκείνες οι στιγμές.
Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο κι η Ελένη πιότερο με το Γιώργη δένονταν. Μοιάζανε βλέπεις πολύ. Καθάριες ψυχές, γιομάτες ζωή. Κι εγώ, από κοντά, να τους παρακολουθώ και μέσα μου να λιώνω. Αν είχα κάποιον να μιλήσω, κάποιον τον πόνο μου να πω, ίσως να ’βρισκα κάποια γιατρειά για την παράξενη εκείνη αρρώστια. Δεν είχα όμως. Κι έτσι τα κρατούσα όλα μέσα μου, και κλεινόμουνα όλο και πιο πολύ στον εαυτό μου. Κι άρχισα να χάνομαι. Κρυβόμουνα από μένα κι απ’ τους ανθρώπους. Κρυβόμουνα για να γλιτώσω απ’ τον πόνο, αλλά ο πόνος ήταν μέσα μου, και πως να του ξεφύγω;
Τον πρώτο καιρό που είπα να ξεκόψω απ’ όλους κι όλα ο Γιώργης με ρώταγε τι μύγα μ’ είχε τσιμπήσει, κι εγώ του έλεγα πως δεν ήμουνα καλά κι ήσυχο να μ’ αφήσει. Κάποιες φορές καταπώς έμαθα με γύρεψε κι η Ελένη, γιατί με συμπαθούσε, λέει, κι ούτε κι αυτή μπορούσε να καταλάβει αυτή την εξαφάνισή μου. Τι να καταλαβαίνανε κι οι δυο, απ’ το μαρτύριο που το μέσα μου έτρωγε καθώς, μέρα τη μέρα, ο έρωτάς τους μεγάλωνε, γιγαντωνόταν!
Ήρθε μια εποχή που γω σα φάντασμα είχα γίνει. Μοναχά τις νύχτες τριγυρνούσα, στους άδειους δρόμους του χωριού, στα περβόλια και στ’ ακροθαλάσσι. Ο Γιώργης, την αλήθεια να την πω, πολύ πονούσε με τον πόνο μου και πολλές φορές προσπάθησε να με κάνει να του μιλήσω, αλλά μάταια. Η ψυχή μου πήρε όλο να μαυρίζει. Και μια γκρίζα απ’ τα σύννεφα νυχτιά, πήρα απόφαση σκληρή και άδικη, αφού το φίλο μου είχα πια μισήσει. «Όχι», είπα μέσα μου, «αυτή τη φορά, Γιώργη, δε θα σου περάσει!».
Έβρεξε πολύ κείνες τις μέρες. Δρόμοι και χωράφια βουλιάξαν στο νερό. Παραμονή του Άι Γιώργη, ο φίλος καταπώς το συνήθιζε, δε βγήκε να ψαρέψει, αλλά κίνησε κοντά μεσάνυχτα στην εκκλησιά του Αγιού να πάει να προσκυνήσει. Μια στάλα εκκλησάκι ήτανε, στην κορυφή ενός λόφου.
Παίρνει δρόμο, λοιπόν, ο Γιώργης, κι εγώ ξοπίσω του από κάποιαν απόσταση να τον ακολουθάω. Όλο λάσπη και γλιστρούσε ο δρόμος, αλλά, κι ας παραπάτησα δυο φορές, δεν εκατάλαβε πως πίσω του βρισκόμουν.
Μόλις έφτασε στο εκκλησάκι, μπήκε να προσκυνήσει κι εγώ απόξω κρύφτηκα να τον παραμονεύω. Πέρασαν λίγα λεπτά, που μες στην παγωμένη μου ψυχή μου φάνηκαν αιώνες. Σα βγήκε επιτέλους έξω στάθηκε, ως πάντα, τη θάλασσα από ψηλά, στα σκοτεινά, να αγναντέψει. Τότες κι εγώ βρήκα ευκαιρία. Με δύναμη πολλή από πίσω τον έσπρωξα και βουτιά μεγάλη έκανε στα βράχια. Την ώρα εκείνη ακριβώς πήρε να ψιλοβρέχει. Άναψα ένα φανό, που πάνω μου εκουβαλούσα, και κατέβηκα σιγά σιγά για να τον βρω. Το κεφάλι του λουσμένο στα αίματα, τον πρόλαβα μόλις μια στιγμή προτού να ξεψυχήσει. «Γιατί;» μονάχα πρόλαβε να ρωτήσει και το μάτι του έγινε γυάλινο, κι από τότε με στοιχειώνει.
Σκαρφάλωσα με βαριά καρδιά τα βράχια, και σαν έφτασα στο εκκλησάκι προσπάθησα στον άτυχο το φίλο μου, άτυχο γιατί είχ’ εμένα φίλο, μια τελευταία ματιά να ρίξω. Τίποτα δε φαινόταν. Πήρα, λοιπόν, τον κατήφορο για το χωριό, καθώς η βροχή καταρράκτης γίνονταν, σβήνοντας τα ίχνη.
Την επόμενη μέρα βούιξε όλο το χωριό πως χάθηκε ο Γιώργης, κι όλοι στα χωράφια, στις κορφούλες και στην ακροθαλασσιά βγήκανε για να τον αναζητήσουν. Μαζί κι εγώ, αλλά δεν κίνησα προς τα εκεί που ήξερα πως βρισκόταν. Αργά το απόγευμα ένας βοσκός, ακούσαμε πως τον βρήκε. Όλοι για ατύχημα μιλήσαν, κι ο αστυφύλακας, κι ο γιατρός, αντίρρηση δε φέραν. Άλλωστε, ήταν φανερό πως εκείνη ήταν η αλήθεια.
Θρήνος μεγάλος έπεσε στο χωριό, που χάθηκε τέτοιο παλικάρι. Άλλοι λέγαν πως θέλημα ήταν θεού και άλλοι του διαβόλου. Απαρηγόρητο ήταν το Λενιώ, μα δίπλα της στεκόμουνα βράχος εγώ, για να τη προστατέψω. Καθώς περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερο κοντά της ήθελε να μένω. Έτσι, σαν ένας χρόνος πέρασε από το φονικό, κανένας δεν παραξενεύτηκε που το Λενιώ, γυναίκα έγινε δική μου.
Τώρα, αν σαν αστεία σου φαίνονται όλ’ αυτά, σε βλέπω κιόλας να χαμογελάς, μεγάλο σου λέω κάνεις λάθος. Πιότερο αληθινή απ’ αυτή, μια ιστορία δε θα μπόραε να γενεί. Γιατί ήρθα δω κάτω τούτη την ώρα να σ’ την πω; Γιατί οι ανάσες μου σε μια στιγμή τελειώνουν, και στον τάφο μου δεν κράταα να πάρω μαζί το μυστικό!»
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το τηλέφωνο, κι ο Μιχάλης χαμογελαστός πήγε να το σηκώσει.
«Μιχάλη...».
«Έλα μάνα. Άκου μια φάση...».
«Μιχάλη... Μιχάλη...».
«Τι έγινε μάνα; Κλαις;»
«Μιχάλη μου... ο παππούς σου, αγόρι μου... πέθανε...».
«Τι λες μάνα;»
Κοιτάει πίσω του, προς την καρέκλα που καθότανε ο γέροντας... Κανείς!


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Σαν αποχαιρετισμός

Παράξενη πολύ ήταν ετούτη η μέρα. Λίγο λυπημένη, λίγο χαρούμενη, νοσταλγική και γιομάτη προσδοκία.
Ήτανε πέρυσι το καλοκαίρι που -εντελώς στα ξαφνικά και δίχως καμιά προεργασία- πήρα να γράφω ένα μυθιστόρημα «παράξενο», μια ερωτική ιστορία γιομάτη πόνο, ελπίδα, απογοητεύσεις και όνειρα. Το κείμενο μου έβγαινε αβίαστα, έρεε σα γάργαρο νερό και πλημμύριζε τις σελίδες, με ταξίδευε νοητικά σε ξένες ζωές και μου επέβαλλε να τις γνωρίσω, να τις διαβάσω, να γράψω την ιστορία τους.
Απόλαυσα πολύ εκείνο το ταξίδι, ξεδίψασα απ’ την κάθε στιγμή του, ένιωσα πιο πολύ δικό μου από καθετί άλλο το βιβλίο που προέκυψε απ’ αυτό, έγινα πολύ καλός φίλος με τους ήρωές του.
Και να που σήμερα έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού. Καθώς κρατώ στα χέρια μου το σελιδοποιημένο κείμενο, καθώς χαϊδεύω νοερά τις εικόνες και τα συναισθήματα που αναβλύζει, καθώς αντικρίζω για στερνή φορά τα πρόσωπα που δημιούργησα, μια γλυκιά μελαγχολία με τυλίγει -αυτή της απώλειας- και μια πικρή χαρά με γεμίζει – αυτή της επίτευξης ενός στόχου.
Τώρα νιώθω λίγο χαμένος. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Ίσως να έφτασε η ώρα να σαλπάρω πια για τα καλά για θάλασσες ιστοριών άλλες, για τους ουρανούς κάποιων άλλων ψυχών.

Υ.γ. Ο «τελικός» τίτλος του βιβλίου είναι «Οι γυναίκες της συγνώμης» και θα κυκλοφορήσει στις 15 Νοεμβρίου από την Εμπειρία Εκδοτική

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Μποντλέρ - Το Άλμπατρος

Αυτό είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου ποιήματα όλων των εποχών – για ευνόητους, θέλω να πιστεύω, λόγους...

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ’ άλμπατρος -πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ’ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ’ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ’ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ’ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πώς είναι τώρα κωμικά κι άσκημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά.
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ’ τα γιγάντιά του φτερά σαν περπατά.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Για τα μάτια της Λουτσίας

Και σήμερα είμαστε για τα "παραμύθια:

Η Λουτσία! Τη θυμάμαι ακόμη, τόσα χρόνια μετά, και μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Τι κορίτσι! Τι γυναίκα! Μας είχε ξετρελάνει όλους τότε η παρουσία της και μόνο. Ωραίες εποχές…
Ζούσα σε μια λαϊκή γειτονιά. Ξέρετε, σε μια από εκείνες που βλέπετε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Φτώχεια, μιζέρια αλλά και χαμόγελο. Γλεντούσαμε τότε τη ζωή, κι ας μην είχαμε και πολλά. Ένα πιάτο φαΐ, λίγο πιοτό και πολύ καμάκι ήταν για μας η καθημερινότητα.
Είχα τέσσερα αδέρφια και δυο αδερφάδες. Μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν και ορφανά, όπως τα περισσότερα θαρρώ παιδιά της γειτονιάς, αλλά δεν μπορώ να πω ότι στερήθηκα κάτι. Από μικρό μικρό η μάνα μου με προσέλαβε βοηθό της για να αναστήσουμε τα μικρότερα παιδιά. Ήμουν, βλέπετε, ο μεγαλύτερος κι έπρεπε να σηκώσω το δικό μου κομμάτι απ’ το οικογενειακό βάρος.
Δε δυσκολεύτηκα να τα βγάλω πέρα για να πω την αλήθεια. Η οικογένειά μου από πολλές γενιές, ίσως από πάντα, ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία που αποκαλούν πλάνητες. Μάθαμε να ζούμε στους δρόμους, να επιβιώνουμε κάτω από κάθε συνθήκη, να περνούμε ζόρια και να το διασκεδάζουμε.
Είχα πολλούς φίλους. Τα βράδια, όταν ήμασταν μικροί, ξεπορτίζαμε για Κανά παιγνίδι, αλλά όσο μεγαλώναμε μεγάλωναν μαζί μας και τα πάθη, και από το παιγνίδι το γυρίσαμε στο καμάκι. Μεγάλη ήτανε, σαν πολιτεία, η γειτονιά μας και πλήθος τα κορίτσια. Κορίτσια όμορφα και άσχημα, ατίθασα και καλομαθημένα, διαβολικά και αγγελικά. Να ’χεις τόσα κορίτσια γύρω σου και να μην κάνεις καμάκι; ε, αυτό είναι αμαρτία.
Ο καλύτερός μου φίλος ήταν ο Μπάμπης ο ομορφονιός. Έτσι τον αποκαλούσαν. Και έτσι ήταν. Όταν τριγυρνούσα μαζί του ήμουνα σίγουρος ότι θα μου πρόσφερε μια γκόμενα στο πιάτο, κι ας ήταν και δευτεροκλασάτη. Τις καλύτερες τις κρατούσε πάντα για τον εαυτό του. Οι υπόλοιπες; γίνονταν θυσία στο βωμό της αγάπης, ή της ανάγκης.
Με τα χρόνια η ζωή μας αποκτούσε όλο και περισσότερο χρώμα. Δε μας πείραζε η γύρω μας φτώχεια. Παίζαμε, κάναμε έρωτα, αποκτούσαμε εμπειρίες, στ’ αλήθεια το διασκεδάζαμε. Τίποτα δε φαινόταν ικανό να ταράξει τον τόσο ωραίο και γιομάτο πάθος μικρόκοσμό μας. Μέχρι…

Την είδαμε από μακριά και σκούντησε σιωπηλά ο ένας τον άλλο. Ποια είναι αυτή η θεογκόμενα; Που τη βρήκε ετούτη τη διαβολική ομορφιά; Άγγελος για δαίμονας είναι κι ήρθε να μας κολάσει; Τώρα, πως να την περιγράψω; Όμορφη σαν παιγνίδι, απαλή σα χάδι, μια οπτασία του δάσους… Έτσι φάνταζε στα μάτια μας. Μακριά ίσια κίτρινα μαλλιά, φονικό κορμί και, όπως εξακριβώσαμε μέρες μετά, τρομαχτικά πανέμορφα πράσινα μεγάλα μάτια. «Βρε μπας κι ονειρευόμαστε;» ρώτηξα τον Μπάμπη. Με γρατσούνισε, με τσίμπησε θέλω να πω, πόνεσα, ήμουνα ξύπνιος.
Τις επόμενες μέρες αφιερωθήκαμε ψυχή τε και σώματι στην επιχείρηση «όπου καράβι και καημός, όπου θεογκόμενα και πανικός». Δεν ξέραμε που ζούσε και προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να την εντοπίσουμε. Ρωτούσαμε φίλους, γνωστούς και άγνωστους, ακόμη και κυράτσες που τη ζωή τους όλη την ξόδεψαν στη γειτονιά. Οι περισσότεροι δεν την ήξεραν, κι οι κάποιοι λίγοι που την είδαν δεν είχαν κάτι να μας πουν γι’ αυτήν.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε κι η πεθυμιά μας να την αντικρίσουμε ξανά. Στης φαντασίας μας τα μάτια έμοιαζε σαν ένα θάμα, απ’ αυτά που συμβαίνουν μια φορά στα χίλια χρόνια, και σ’ αυτό το θάμα θέλαμε να βάλουμε τη δική μας σφραγίδα.
Κάποτε, λίγο πριν φτάσουμε στα όρια της απελπισίας, ένας νέος ξύπνιος που σε τίποτα δεν έμοιαζε με μας μάς άνοιξε τα μάτια: «Βρε τσογλάνια. Αυτή που ψάχνετε αποκλείεται να είναι απ’ τη δική μας γειτονιά. Έχει κάτι το αρχοντικό πάνω της. Μάλλον τυχαία πέρασ’ από δω. Αν θέλετε να τη βρείτε πηγαίνετε στον πάνω μαχαλά που ζουν οι καλοταϊσμένοι…».
Δίκιο είχε! Πως δεν το σκεφτήκαμε; Κινήσαμε, λοιπόν, στο λεπτό για το μακρινό εκείνο κόσμο των πλουσίων. Δεν είχαμε ξαναπάει εκεί, δεν είχαμε λόγο άλλωστε. Αλλά, για κείνο το κορίτσι θα πηγαίναμε ως την άκρη του γαλαξία.
Σαν ένας άλλος κόσμος μας φάνηκε αυτός που αντικρίζαμε. Δεν είχε καμιά σχέση με το δικό μας. Μεγάλοι ολόφωτοι δρόμοι, καινούρια αυτοκίνητα, όμορφες κυράδες και… καθαριότης! Εμείς ζούσαμε μες στη βρωμιά, κι αυτοί μες στον παράδεισο. Ετοιμαζόμασταν ν’ αρχίσουμε μια απ’ τις αιώνιες κοινωνικές μας συζητήσεις με τον Μπάμπη, αλλά ευτυχώς θυμηθήκαμε ότι άλλος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μας εκεί. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, να βρούμε την άγνωστη κούκλα.
Μη έχοντας άλλη επιλογή αποφασίσαμε να στήσουμε καρτέρι στην πλατεία. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα περνούσε από κει.
Περιμέναμε για ώρες και ώρες, κόντευε να νυχτώσει, όταν ξαφνικά την είδαμε να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνιά ενός δρόμου. Νιώσαμε τις καρδιές μας να χτυπάνε σαν τρελές και κρύο ιδρώτα να λούζει τις ραχοκοκαλιές μας. Ο Μπάμπης συνήλθε σχεδόν αμέσως και με σκούντηξε. «Ας την ακολουθήσουμε». Πήραμε, λοιπόν, το κατόπι της, ενώ εγώ ένιωθα να τρεκλίζω. Ήμουν τρελός από έρωτα, μα κι από ζήλια, αφού τόξερα πως αργά ή γρήγορα θάπεφτε στην αγκαλιά εκείνου του καταφερτζή του Μπάμπη. Τι να έκανα όμως;
Την παρακολουθούσαμε από μακριά, καθώς άφηνε τη λαμπερή πολιτεία με κατεύθυνση το κοντινό δασάκι. Σε λίγο την είδαμε να μπαίνει μέσα σε μια τεράστια αυλή που φιλοξενούσε ένα μεγάλο άσπρο σπίτι. Δεν προχωρήσαμε άλλο. Εξάλλου, για εκείνη την ημέρα είχαμε πετύχει πολλά. Το μόνο που θέλαμε να μάθουμε και το όνομά της. Ακόμη και οι οπτασίες χρειάζονται μια ταυτότητα, ακόμη και τα αντικείμενα του πόθου. Φεύγοντας βρήκαμε ένα μικρό να παίζει μες στις λάσπες, και το ρωτήσαμε αν ήξερε τον άγγελο. «Α, αυτή!» αναφώνησε και το πρόσωπό του έλαμψε πονηρά, «αυτή είναι η Λουτσία». Λουτσία! Αρχοντικό όνομα και όμορφο, σαν και κείνην.
Σαν επιστρέψαμε στη γειτονιά μας ο Μπάμπης έπεσε σε περισυλλογή. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. «Αυτή δεν είναι για τα δόντια μας», σκεφτόμασταν. «Γιατί να κοιτάξει εμάς τα φτωχαδάκια, αυτή, που έχει τα πάντα;». «Δύσκολα τα πράγματα» ομολόγησε ο κολλητός μου και συμφώνησα. Εγώ, είχα ήδη αποφασίσει να παρατήσω το κυνήγι. Έτσι κι αλλιώς και επιτυχία να είχε, εκείνη θα κατέληγε στον Μπάμπη. Ήταν και πλούσια, κι αυτές είναι πολύ περήφανες, και θα με περιφρονούσε.
Πολύ παράξενη μού φάνηκε εκείνη η νυχτιά. Ο Μπάμπης που δε συνήθιζε να κάθεται λεπτό κι όλο κυνηγούσε «νέους στόχους», ήταν πολύ ήσυχος, σαν αγγελούδι. Κοιτούσε μοναχά τ’ αστέρια κι αναστέναζε και στο βλέμμα του υπήρχανε η προσμονή κι η νοσταλγία.
Την άλλη μέρα την αυγή, προτού καλά καλά να ξημερώσει, ήρθε και με ξύπνησε. «Πάμε στη Λουτσία» μου ανακοίνωσε και χωρίς σκέψη πολλή αποφάσισα να τον συνοδέψω. Σιωπηλός ήτανε σ’ όλη τη διαδρομή. Θα σκεφτόταν, φαίνεται, τρόπους για να την πλησιάσει.
Φτάσαμε έξω απ’ το σπίτι της και καθίσαμε κάτω απόνα δέντρο, περιμένοντας την ομορφάδα της να εμφανιστεί σα σωτηρία.
Ο ήλιος είχε ανέβει πια για τα καλά όταν την είδαμε αργά απ’ την καγκελόπορτα να βγαίνει. Νόμιζα πως θα την ακολουθούσαμε όπως και χθες, μα είχε άλλα σχέδια ο Μπάμπης. Σηκώθηκε και έτρεξε για να της μιλήσει, ενώ εγώ απόμεινα καθιστός να παρακολουθάω. Στην αρχή φαίνονταν να τον αγνοεί, αλλά μετά την είδα να νευριάζει και κάτι μ’ έντονο ύφος να του κοπανάει. Με την ουρά στα σκέλια, που λέει ο λόγος, γύρισε κοντά μου. Στα φλεγόμενα μάτια του διάβασα το πείσμα. «Θα την καταφέρω» μονολοούσε, «θα την καταφέρω». Τον πίστεψα. Αφού, ό,τι λέει ο Μπάμπης το κάνει!
Ρωτώντας δω και κει μάθαμε πολλά πράγματα για τη Λουτσία. Κι όσο κι αν φαντάζει απίθανο κάποιοι απ’ αυτούς τους πλούσιους ξέρανε τον Μπάμπη. Είχανε, βλέπετε, δουλικά απ’ τη φτωχογειτονιά μας και τα νέα ταξιδεύανε μ’ αυτά.
«Ενδιαφέρον μεγάλο έχει το παιγνίδι αυτό», μου είπε το βράδυ ο φίλος μου. «Αν η Λουτσία είναι όπως την περιγράφουνε, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η επιθυμία μου να την καταχτήσω. Μ’ αρέσουνε πολύ όλες αυτές που παίζουνε τις δύσκολες, μα σα βρούνε κάποια αγκαλιά σαν πουλάκια μέσα εκεί φωλιάζουν». Μεγάλος ποιητής, ε;
Κάθε πρωί πήγαινε και στηνόταν έξω απ’ την πόρτα της. Κάθε πρωί του χάριζε την περιφρόνησή της. Εγώ, τον συνόδευα που και που, έτσι για παρέα. Εξάλλου, τώρα που έλειπε σχεδόν συνέχεια απ’ τη γειτονιά, αυξήθηκαν για μένανε οι ευκαιρίες. Ακόμη και οι πιο όμορφες, που πριν να με κοιτάξουν καν δε γύριζαν, μετά τη στέρηση του Μπάμπη, όλο και με πλησίαζαν και γω ευκαιρία δεν έχανα για να ερωτοτροπήσω. Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε… και άλλα άσματα.
Ο αγώνας για μια καλύτερη πατρίδα, βλέπε γκόμενα, του φίλου μου, κρατούσε πολύ και δε φαινόταν να οδηγεί πουθενά. Αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, αντί να απογοητεύεται, τόσο πείσμωνε. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο αποφασισμένο και σίγουρο για την επιτυχία του. «Με θέλει, μα είναι πολύ πεισματάρα για να το παραδεχτεί», επέμενε.
Γνωστοί και φίλοι προσπαθούσαν να του ανοίξουν τα μάτια, να του δώσουνε να καταλάβει ότι έχασε το παιγνίδι, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια. Χαμογελούσε μόνο πονηρά κι έστριβε το μουστάκι του.
Μια μέρα, έπειτα από πολύ καιρό, αποφάσισα να πάω και πάλι μαζί του για παρέα. Πάμε, λοιπόν, καθόμαστε και περιμένουμε. Και νάσου που προβάλλει πανέμορφη η νύφη, συγγνώμη, η Λουτσία. Και με το που βλέπει τον Μπάμπη σκάει ένα χαμόγελο ναααααααα! Πάγωσα. «Τα κατάφερε πάλι το κάθαρμα».
Σε λίγο σηκώθηκε για να την ακολουθήσει. Εγώ, παρέμεινα εκεί να περιμένω. Σε δυο-τρεις ώρες τους είδα να επιστρέφουν. Μπροστά η Λουτσία και λίγο πιο πίσω ο Μπάμπης μ’ ένα ύφος λες και του χάρισαν ένα βασίλειο. «Τι τρέχει κολλητέ;» τον ρώτηξα. «Με προσκάλεσε στο σπίτι της. Θα πάω απόψε αργά…», αποκρίθηκε, καθώς εφεγγοβόλαέ του το βλέμμα. «Βρες δες το τσογλάνι που θα γίνει και του σαλονιού» σκέφτηκα με ζήλια.
Το βράδυ τον συνόδεψα για να σταθώ εγώ μάρτυρας στη δύσκολη κατάκτησή του. Έμεινα απ’ έξω να τον καρτερώ, καθώς εκείνος στις μύτες των ποδιών εκίναγε για να πάει να βρει την αγαπημένη. Δεν άντεξα όμως για πολύ, έτσι ακολούθησα τα χνάρια του φιλαράκου μου θέλοντας να κάνω μάτι. Και να τον εκεί που με χάδια γλυκά της Λουτσίας το κορμί στολίζει. Θε μου, πόσο όμορφη… Μα… Ξάφνου ανοίγει η πόρτα κι ο Μπάμπης αναπηδά σαν από εφιάλτη. Μπροστά του στέκεται μια τεράστια κυρά, εφιάλτης η ίδια. Τρέμοντας μη δω του φίλου μου το σκοτωμό, κινώ αργά αργά να φύγω. Μα πριν κάνω δυο βήματα, βλέπω απ’ το παράθυρο να εκσφενδονίζεται ο Μπάμπης σα σφαίρα κι ένα βάζο από κοντά να τον ακολουθεί, καθώς η μεγαλοκυρά τσιρίζει: «Ουστ από δω βρωμόγατε, που θα μ’ απαυτώσεις τη Λουτσία!»
Το κακό τόπαθε η Λουτσία τελικά, σ’ έναν απ’ τους περίπατούς τους. Όσο για τον Μπάμπη, έχει να λέει ότι μαζί της έκανε τα ομορφότερα γατιά, κι ας απ’ το δόλιο σπόρο του ξεφύτρωσαν εκατοντάδες!


Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Το Στοιχειωμένο Σπίτι

Πέντε η ώρα το πρωί, κι ένας οδυνηρός πόνος στο πόδι και η τρέλα που με δέρνει δε μ' αφήνουν να κοιμηθώ. Έτσι είπα να ανεβάσω για σας μια σχεδόν τρομακτική ιστορία και να την κάνω σιγά-σιγά για το χωριό. Υγρασίας βοηθούσης ίσως έχω την ευκαιρία να συλλαβώ με το φωτογραφικό φακό μια ματωμένη ανατολή.
Τα λέμε, μάλλον, το Σάββατο...

Ακούγαμε πολλά για κείνο το σπίτι. Έζησε, μας λέγαν οι παλιοί, και πέθανε εκεί μια πολύ κατατρεγμένη απ’ την τύχη γυναίκα. Από κείνες δα που μόνο δυστυχία γνώρισαν στη ζωή τους. Η γιαγιά μου, πούταν σοφή γριά, μας έλεε πως μέσα κει κατοικούσε ο Χάρος.
Κι όμως, εμάς που ήμασταν παιδιά, δε μας φάνταζε τόσο τρομαχτικό. Μας προκαλούσε, θα έλεγα. Μας προκαλούσε να το εξερευνήσουμε, ν’ ανακαλύψουμε τα δήθεν του μυστήρια. Αλλά οι μεγάλοι δε μας άφηναν, και κάθε που το αναφέραμε σταυροκοπιούνταν κι έφτυναν στον κόρφο τους για να διώξουν το κακό. «Με το θεό και με το διάολο, δεν παίζει κανείς», μονολοούσε η γιαγιά.
Μα ποιο θεό; και ποιο διάολο; Δουλειά δεν έχουνε να κάνουν και θα κάτσουν να φυλάνε ένα σπίτι; Παράξενοι πολύ, ήτανε οι μεγάλοι και άλλο από σύγχυση δεν καταφέρναν να σκορπίσουν.
Μα, ο χρόνος περνούσε βιαστικά, κι η περιέργειά μας όλο και μεγάλωνε. Τι ήταν εκείνο που τόσο φόβιζε τους μεγάλους; Και τι μυστικά έκρυβε εκείνο το συνηθισμένο σαν όλα τ’ άλλα, στην όψη, σπίτι. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν παρά ένα διώροφο πλινθόκτιστο γιαπί, που στο φως της μέρας δε φάνταζ’ αλλόκοτο. Αλλά «τη νύχτα είναι που βγαίνουν τα στοιχειά», υποστηρίζαν τα γερόντια.
«Αλήθεια, πως μοιάζουν τα στοιχειά;» απορούσαμε. Και μαθαίναμε πως έχουν μαύρα κέρατα, σαν του τράγου μαθές, και τα μάτια τους είναι κόκκινα, όπως και το δέρμα τους κάποτε, και περπατούν άλλοτε με τα δυο κι άλλοτε με τα τέσσερά τους πόδια, και πετούν κιόλας σα σίφουνες, όπως τα παλιά χρόνια οι δράκοι.
Μετά από τούτες τις καλές περιγραφές, όταν πηγαίναμε για ύπνο βλέπαμε όνειρα αλλόκοτα που σαν τα διηγιόμασταν στους μεγάλους σηκώνονταν κάγκελο οι τρίχες τους, κι άρχιζαν πάλι τα «πτου πτου πτου, κακό να μη μας έβρει». Θα τους έβρισκε κακό επειδή ονειρευόμασταν;
Χρόνο με το χρόνο ο θρύλος του στοιχειωμένου του σπιτιού γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, κι άρχισε ν’ αποκτά και παραλλαγές. Οι γερόντοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν κάθονταν στον καφενέ, και περιμέναν πως και πως την ώρα που θα ’ρχοταν κάποιος ξένος, για να του πουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Έτσι, σιγά σιγά στο σπίτι άρχισαν να κυκλοφορούν ακέφαλα σώματα ή και ανεξάρτητα κεφάλια, κάθε βράδυ η γριά που πριν το κατοικούσε - και πέθανε απ’ τον καημό της - σηκωνόταν προς νερού της, κάποιες ασέληνες σκοτεινές νυχτιές, ακούγονταν από κει μερικές τρομαχτικές κραυγές που αναστατώναν τους περαστικούς: «ωωωωωωωωω, αααααααααα, βαλλλλλλλλλλλλλλ, τιιιιιιιιιιιιιιιιι, ουυυυυυυυυυυ». Μα, την αλήθεια για να πω, τόσες νυχτιές που απ’ έξω στάθηκα, ποτέ δεν άκουσα κραυγές κι ούτε κάτι παράξενο είδα.
Ωστόσο, η φήμη του σπιτιού διέσχισε όλη την επαρχία και άνθρωποι έρχονταν από παντού για να το επισκεφτούνε. Στο φως της μέρας έμοιαζε ακίνδυνο, απλά ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Ωστόσο, εκείνοι που μέσα μπαίνανε για να το εξερευνήσουν, βγαίνοντας ήταν σίγουροι ότι το σπίτι εκείνο έκρυβε πολλά μυστικά. Λέγαν πως το πάτωμα από κάτω ήταν κενό, πως οι τοίχοι είχαν κρυφά ανοίγματα, πως οι τρεις όλοι κι όλοι αραχνιασμένοι μικροί πίνακες, που βρήκαν κρεμασμένους στο δωμάτιο της γριάς, έκρυβαν κάτι το σατανικό. Κάποτε έκανε την εμφάνισή του και κάποιος που λογιόταν κυνηγός φαντασμάτων και ο οποίος, παρόλες τις προειδοποιήσεις των χωριανών, ήταν αποφασισμένος να περάσει μια νύχτα εκεί μόνος.
Όλοι τον λυπηθήκαμε. Ήμασταν σίγουροι ότι θα τον έβρισκε κάποιο κακό. Ο παπάς, πιστός και προληπτικός όσο έπαιρνε, έμεινε μαζί του ως την τελευταία στιγμή προσπαθώντας να τον μεταπείσει, αλλά μάταια. Αφού είδε κι απόειδε, τα παράτησε κι έφυγε. Του ’στειλε μόνο με την κόρη του τη Ρηνιώ, το καλύτερο κορίτσι του χωριού, λίγο φαγητό και τσάι. «Τουλάχιστον να μην πάει νηστικός», είπε.
Νύχτωσε για τα καλά. Όλοι είχανε την έγνοια του ξένου, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει κατά κει για να δει τι θα γινόταν. Σαν πήγε μεσάνυχτα και κάτι, όταν όλοι, ή σχεδόν όλοι βυθίστηκαν στον ύπνο, βγήκα κρυφά απ’ το παράθυρο της κάμαράς μου και πήγα να βρω το φίλο μου το Γιάννη. Ήμασταν κι οι δυο δεκάξι χρονών παλικάρια, δε φοβόμασταν, και δε θα χάναμε το θέαμα με τίποτα. Με περίμενε έξω απ’ την πόρτα του και κινήσαμε μαζί για το στοιχειωμένο σπίτι.
Σα φτάσαμε εκεί, σταθήκαμε λίγο απέξω κι αφουγκραστήκαμε. Άκρα του τάφου σιωπή. Έβγαλε ο Γιάννης απ’ την τσέπη του ένα μικρό μπουκάλι ρακή που ’κλεψε απ’ το σπίτι και καθίσαμε κατάχαμα για να πιούμε και να ζεσταθούμε.
Θα πέρασε πολύ ώρα, γιατί αποκοιμηθήκαμε, όταν ακούσαμε μια σπαρακτική κραυγή «μανούλα μου» να βγαίνει απ’ το σπίτι και κάτι να χτυπάει με ορμή την πόρτα από μέσα. Σε λίγα δευτερόλεπτα είδαμε, παγωμένοι απ’ το φόβο μας, τον κυνηγό να πηδάει απόνα παραθύρι και ν’ αρχίζει να τρέχει σαν τρελός. Σα μας πέρασε για λίγο το σάστισμα, πήραμε να τρέχουμε το κατόπι του. Τον φτάσαμε έξω απ’ την εκκλησιά της Παναγιάς, όπου τον βρήκαμε γονατιστό μπροστά απ’ την πόρτα. Ήταν κάτωχρος κι όλο «Παναγιά, βοήθα με, Παναγιά, βοήθα με», μονολοούσε. Προσπαθήσαμε να τον συνεφέρουμε, αλλά που! Το βλέμμα του ήταν απλανές, πετρωμένο, φαίνονταν να ψήνεται στον πυρετό. «Σα να είδε τον Χάρο», μου ψιθύρισε ο Γιάννης. Σε λίγο κατάφτασ’ ο παπάς που, έμενε κοντά στο σπίτι του διαόλου και, αφυπνίστηκε απ’ τις φωνές. Σιγά σιγά με τη βοήθειά μας τον έπεισε να σηκωθεί για να τον οδηγήσουμε στην ασφάλεια.
Το σπίτι του παπά ήταν ανάστατο. Κι η παπαδιά, κι ο γιος τους ο Γιώργης, και το Ρηνιώ, πανέμορφο μες στο νυχτικό, ήταν στο πόδι. Βάλαμε τον ταλαίπωρο τον κυνηγό να ξαπλώσει στο σοφά κι αμέσως το Ρηνιώ πήγε να του φτιάξει τσάι, μπας και ξεπαγώσει. «Δε θα κοιμηθεί εύκολα, μ’ έτσι τρομάρα που πήρε», αποφάνθηκε ο παπάς, μα έπεσε έξω. Δεν φτάσαμε καλά καλά να του ποτίσουμε το ζεστό κι αποκοιμήθηκε. Αλλά, κατά ένα παράξενο τρόπο νυστάξαμε κι εμείς μεμιάς, και κινήσαμε για τα σπίτια μας, να κοιμηθούμε.
Την επομένη ήμασταν τα πρόσωπα της ημέρας στο χωριό. Όλοι έρχονταν να μάθουν από πρώτο χέρι τα νέα. Ακόμη κι η Ρηνιώ, που για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που την ξέραμε, πρόσεξε την ύπαρξή μας. Μας χαμογελούσε, μας μιλούσε, ζητούσε λεπτομέρειες. Κι εμείς… νιώθαμε ήρωες!
Ο ξένος έμεινε στο σπίτι του παπά για ένα ακόμα βράδυ. Μετά έφυγε για την πόλη. Όπως μάθαμε απ’ τους επισκέπτες, που όλο και περισσότεροι φτάναν στο χωριό, εκείνος ο κακομοίρης πήγε σ’ ένα τρελογιατρό για να τον ανακουφίσει κι εκείνος τον έκλεισε στο ψυχιατρείο. «Αθεράπευτη περίπτωση», είπε μετά.
Εκείνη η νύχτα πάντως, στάθηκε η πιο σημαντική της ζωής μου. Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε η αφορμή να νιώσω για πρώτη φορά άντρας, αλλά και… πως να το πω;… να, ήμουνα κι εγώ, όπως κι οι περισσότεροι νέοι του χωριού, ερωτευμένος με τη Ρηνιώ, και, επιτέλους με… είδε! Αχ, ένας άγγελος ήταν η Ρηνιώ. Μα, ήταν κόρη του παπά. Και φρόνιμη πολύ. Πολύ φρόνιμη. «Μικρή αγία», τη λέγανε οι χωριανοί. Αμόλυντη σαν… αμαρτία! Πως να την κατακτήσω; Πως να της μιλήσω για τον έρωτά μου; Μήπως το να ’μαι γενναίος θα ’ταν αρκετό για να ’ρθει κοντά μου;
Τα ξομολοήθηκα όλα στο Γιάννη. «Κι εγώ θαυμάζω τη Ρηνιώ», παραδέχτηκε, «μα, μου φαίνεται αδύνατο κάποιος να την καταφέρει».
Σωστά μου φάνηκαν τα λόγια του. Μπήκε όμως πια στ’ αυλάκι το νερό και δεν ματαγυρίζει, εκτός κι αν αλλάξει δρόμο. «Γιάννη, αν ανακαλύψω το μυστήριο του σπιτιού, λες να μ’ αγαπήσει;» - «Όλα στα λόγια είν’ εύκολα, μα δύσκολα στην πράξη. Ακόμη κι αν τα καταφέρεις, που ξέρεις αν θα σ’ αγαπήσει;»
Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και τ’ αποφάσισα: «Αυτός είναι ο δρόμος». Έπεισα και το Γιάννη να με βοηθήσει. Έτσι με το που μπήκε το καλοκαίρι και κλείσαν τα σχολειά, έβαλα μπρος το σχέδιό μου. Με κάθε ευκαιρία πηγαίναμε με το φίλο μου όξω απ’ το σπίτι του κακού και στήναμε καρτέρι. Κάποιες νυχτιές ακούγαμε υπόκωφες κραυγές που μας παγώνανε το αίμα, κι άλλοτε βήματα συρτά να πάνε πέρα δώθε. Πολλές φορές ακούσαμε πόρτες να τρίζουν, και άλλες τόσες είδαμε ένα αδύναμο κόκκινο φως να λούζει για μια στιγμή ένα παράθυρο που κοίταε το δρόμο.
Μυστήρια πολύ φαίνονταν όλ’ αυτά, αλλά με τον καιρό δε μας τρομάζαν τόσο. Όμως κανείς δεν έμαθε ποτέ τι κάναμε τα βράδια. Με λίγη δουλειά, λίγο παιγνίδι και κάποια τυχαία περάσματα από το σπίτι του παπά, πετούσανε οι μέρες. Η Ρηνιώ, όσο περνούσε ο καιρός, πιο όμορφη γινόταν. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος στο σκοτάδι, αλλά μάτια δεν είχε αυτή για μας. πιστή ήταν στο θεό και αφοσιωμένη.
Κάποια βραδιά, μετά από πολύ καιρό, με το Γιάννη είπαμε να κάνουμε το μέγα βήμα. Έτσι, δυο θα ’ταν η ώρα το πρωί, κινήσαμε για το σπίτι, αποφασισμένοι μέσα για να μπούμε. Η αλήθεια είναι πως λίγο φοβόμασταν, μα ύστερα από τόσο καιρό, πιστεύαμε πως έφτασε η ώρα. Ανοίγουμε, λοιπόν, σιγά σιγά την πόρτα του και νυχοπατώντας προχωρούμε. Ακούμε, ξαφνικά, μια συριχτή κραυγή «ωωωωωωωω», απ’ το πάτωμα να βγαίνει, και στη στιγμή γινόμαστε καπνός. Αν είχαμ’ αντοχή θα τρέχαμε ακόμη!
Την άλλη μέρα δεν τολμήσαμε ξανά εκεί να πάμε. Φανήκαμε τόσο δειλοί, οι άθλιοι, τόσο δειλοί. Βρίζαμε ο καθείς τον άλλο και τον εαυτό του. «Αύριο. Αύριο…», αποφασίσαμε ξανά. Θα πηγαίναμε στη διάρκεια της λειτουργίας, ήταν μαθές Κυριακή, να εξερευνήσουμε το σπίτι, και θα γυρίζαμε το βράδυ για μια νέα «επίθεση των γενναίων».
Όπως το λέω, έγινε! Ψάξαμε τους τοίχους, τις πόρτες, τα παραθύρια, τα πατώματα. Ψάξαμε παντού προσεκτικά κι ανακαλύψαμε πολλά πράγματα, περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, και συμφωνήσαμε να πάμε νωρίτερα για να κρατήσουμε τσίλιες, εκείνο το μοιραίο βράδυ. Νιώθαμε σίγουροι πως το μυστήριο, τουλάχιστον για μας, θα ’παιρνε τέλος.
Προμηθευτήκαμε λίγη ρακή, ψωμί, τυρί κι ελιές, κι ένα φανό και για του τρόμου το σπίτι κινήσαμε, πολύ προτού τα μεσάνυχτα φτάσουν. Κρυφτήκαμε σ’ ένα δωμάτιο. κι εκεί στα σκοτεινά, μες στη σιωπή, τρώγαμε, πίναμε και παραμονεύαμε. Αργούσε να περάσ’ η ώρα.
Κάποια στιγμή ακούσαμε την πίσω πόρτα του σπιτιού να τρίζει, και μετά ένα ψίθυρο, βήματα αργά κι ένα αμυδρό κόκκινο φως είδαμε προς την κουζίνα να κινείται. Ξεπρόβαλα το κεφάλι μου αργά και πρόλαβα να δω δυο σχεδόν διάφανα πλάσματα, από μια καταπακτή σ’ ένα άγνωστο υπόγειο να κατεβαίνουν. Παρέμεινα στη σκοτεινιά να παρακολουθάω. Σαν χάθηκαν απ’ το πρόσωπο της γης, ψιθύρισα στο Γιάννη να μείνει ακίνητος και σιωπηλός ακόμα.
Πέρασαν λίγα λεπτά και σιγά σιγά υπόκωφες φωνές στ’ αυτιά μας άρχισαν να φτάνουν: «ωωωωωωωω, ουμμμμμμμμμμμ, τιιιιιιιιιιιιιιιι, αχχχχχχχχχ, τιιιιιιιιι, μουυυυυυυυ, αααααααααααα, ειςςςςςςςςςςς». Μόλις ξεκινήσαν οι φωνές κινήσαμε κι εμείς προς την πηγή τους. Συρθήκαμε προς την καταπακτή και την ανοίξαμε μεμιάς ρίχνοντας μέσα άπλετο φως με το φανάρι. Τότε…

Μετά από τρεις μήνες, ένας ψίθυρος διέτρεξε όλο το χωριό, ταράζοντας σχεδόν τους πάντες. Η Ρηνιώ, το πιο καλό και φρόνιμο κορίτσι του χωριού, έμεινε έγκυος απ’ το… κρίνο. Μόνο εμείς γνωρίζαμε πως το επίθετο αυτού ήταν Χατζημιχάλης!


Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Όχι άλλο Ρούσντι...

αποφάσισαν οι κριτές των Βραβείων Μπούκερ στη Βρετανία,
κι οι φίλοι της λογοτεχνίας που δεν προκαλεί ύπνο, σίγουρα θ' αναστέναξαν με ανακούφιση.
Επιτέλους, για μία και μοναδική φορά συμφωνώ με την απόφαση κάποιας κριτικής επιτροπής, κι ας είναι για τον αποκλεισμό ενός βιβλίου.
Όπως είχα γράψει και σε προηγούμενο σημείωμα ο περιβόητος κ. Ρούσντι κατέντησε αφόρητα πληκτικός. Το να γράφεις ένα βιβλίο 700 σελίδων δεν είναι τόσο δύσκολο, όσο το να γράφεις 700 σελίδες που να διαβάζονται, κι ο συγγραφέας, όπως δείχνει τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Εντάξει, γράφει καλά, αλλά μέχρι εκεί, και σιγά-σιγά άρχισε να χάνει από την αίγλη του. Ίσως να έχει φτάσει πια ο καιρός να δοκιμάσει να γράψει κάτι "μικρότερο", αλλά πιο πλούσιο σε ουσία.
Η μικρή λίστα των βραβείων είναι η ακόλουθη:
Aravind Adiga The White Tiger
Sebastian Barry The Secret Scripture
Amitav Ghosh Sea of Poppies
Linda Grant The Clothes on Their Backs
Philip Hensher The Northern Clemency
Steve Toltz A Fraction of the Whole
Το πιο βιβλίο θα πάρει το βραβείο δεν μπορώ να το προβλέψω, αλλά μια και είμαι κατά βάθος ιρλανδός, κι αυτή η χώρα έχει παράδοση στο να βγάζει καλούς παραμυθάδες, "υποστηρίζω" το The Secret Scripture του Sebastian Barry...
Διαβάστε στον Γκάρντιαν ένα σχετικό άρθρο με τίτλο: "Ο Ρούσντι δεν είναι αρκετά καλός για τη μικρή λίστα των Μπούκερ"

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Το Χωριό Φάντασμα

Ένα ακόμη (σαν) παραμύθι:

Είχε ακούσει, κάποτε, να μιλάνε για ένα παράξενο χωριό που βρισκόταν στην κορυφή ενός απόκρημνου βουνού, που θρύλοι το ’χαν ζώσει. Σύμφωνα μ’ αυτούς που ήξεραν, στο χωριό εκείνο ζούσαν κάποιοι αιωνόβιοι άνθρωποι, που γνώριζαν πλήθια μυστικά για το θάνατο και τη ζωή.
Το Γιάννη πάντα τον έλκυαν τα μυστήρια, αλλά πιότερο αγαπούσε να ταξιδεύει σε μέρη παράξενα, σε τόπους όπου οι θρύλοι ήταν ακόμη ζωντανοί, σε γωνιές της χώρας του και της γης, όπου οι πολλοί ακόμη δεν είχαν πάει. Έτσι, ξόδεψε χρόνια πολλά ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα, γνωρίζοντας φυλές και πολιτισμούς, γράφοντας για τις εμπειρίες του. Έφτασε στα σαράντα κάτι και η φλόγα που πάντα έκαιγε μέσα του, η ανάγκη του να φεύγει, δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Γι’ αυτό, μόλις βρέθηκε στην Ελλάδα και ξαπόστασε για λίγο, αποφάσισε να επισκεφθεί το παράξενο χωριό εκείνο, για το οποίο τόσα πολλά είχε ακούσει.
Οι γνωστοί του έλεγαν να μην το κάνει, καθώς όποιος πήγαινε, ζωντανός πίσω δε γυρνούσε. Σύμφωνα με τους θρύλους εκεί υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να διασχίσει, πως τα βουνά εκείνα ήταν το άντρο του χάροντα του ίδιου. Γελούσε όταν τ’ άκουγε αυτά ο Γιάννης. Αυτός είχε διασχίσει ποτάμια και ζούγκλες κι έρημους, είχε ανέβει στα ψηλότερα βουνά, είχε γνωρίσει άγριες φυλές και συνυπήρξε με άγρια ζώα, δεν τους φοβότανε τους θρύλους. Έτσι, έφυγε.
Δυο μέρες χρειάστηκε να φτάσει στους πρόποδες του μαγικού βουνού. Ταξίδεψε για ώρες πολλές με το τρένο, μετά μ’ ένα γέρικο λεωφορείο και στο τέλος με τα πόδια. Δεν ήταν κουρασμένος όταν έφτασε σ’ εκείνο το χωριουδάκι στα ριζά του όρους, που αποκαλούσαν Αποκούμπι. Οι λίγοι χωρικοί εκπλάγηκαν σαν είδανε τον ξένο, αν και κατάλαβαν αμέσως τι τον έφερε ως εκεί. Οι γέροντες τον κοιτούσαν σκεφτικά και οι γριές με λύπη. Τους χαιρέτισε. Αντιχαιρετίσανε και του ’πανε να κάτσει να ξαποστάσει. Κάθισε σε μια καρέκλα ψάθινη κάτω από ένα πλάτανο δίπλα στην εκκλησούλα, και τριγύρω του κάτσανε οι γέροντες. «Τι σε φέρνει στα μέρη μας, παιδί μου;» τον ερωτήσαν. Τους είπε. Τότε, εκείνοι τον παρακάλεσαν να πάει πίσω εκεί απ’ όπου ήρθε, αν θέλει το καλό του. Ο Γιάννης χαμογέλασε και τους είπε να μην ανησυχούνε, είχε περάσει πολλά αυτός, αλλά οι γέροντες δεν έδωσαν σημασία. «Πρέπει να φύγεις τώρα, γιε μου, αλλιώς δε θα φύγεις ποτέ». «Θα φύγω, αλλά μόνο για ν’ ανέβω στο βουνό», απάντησε εκείνος.
Είχε σχεδόν νυχτώσει. Θα ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει στο βουνό μες στο σκοτάδι, έτσι οι γέροντες, ελπίζοντας πως αν έμενε μαζί τους εκείνη τη νυχτιά, θα τον έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη του πρόσφεραν φαΐ και φιλοξενία. Αλλά ο ξένος, αν και δέχτηκε ευγενικά ό,τι είχαν να του δώσουν, φαγητό, πιοτό και φοβερές ιστορίες, δεν έλεγε τις παραινέσεις τους ν’ ακούσει. Κι ακόμη περισσότερο, όταν τελικά πήγε για ύπνο, ήταν περισσότερο αποφασισμένος παρά ποτέ να πραγματοποιήσει το νέο του άθλο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με την αυγή κι ετοιμάστηκε στο βουνό ν’ ανέβει. Αλλά, αυτό στάθηκε αδύνατο, καθώς ήταν ολόκληρο κρυμμένο στην ομίχλη. «Δε θα φανεί σήμερα το Φάντασμα», του είπαν οι γριές. «Φάντασμα», αποκαλούσαν το χωριό στην κορυφή του λόφου. Και είχαν δίκιο. Δε φάνηκε καθόλου. Έτσι, πέρασε ολόκληρη την ημέρα μαζί τους, βοηθώντας τους στις δουλειές όπως μπορούσε, κι ακούγοντας τρομακτικές ιστορίες για δαίμονες που το βουνό στοιχειώναν. Του είπαν ακόμη ότι στο Φάντασμα κάποιοι αιωνόβιοι ζούσαν, που με τον διάβολο τον ίδιο είχαν συμμαχήσει. «Δε θα καταφέρετε να με τρομάξετε», έλεγε ο Γιάννης, αλλά εκείνοι επέμεναν, έστω και μάταια, αφού είδαν το μάτι του ξένου να γυαλίζει. Δεν είχε δρόμο επιστροφής.
Ξημέρωσε η άλλη μέρα και το Φάντασμα έκανε την εμφάνισή του στου ουρανού το βάθος. Ευχαρίστησε τους χωρικούς για τη φιλοξενία και κίνησε για τη νέα του περιπέτεια.
Ώρες πολλές χρειάστηκε και κόπο για να φτάσει στην κορφή, κι εκεί αντίκρισε ένα παράξενο θέαμα. Το χωριό έζωναν αρχαϊκά τείχη, κτισμένα πριν από πολλούς αιώνες, τα σπίτια ήταν πετρόκτιστα με καλαμένιες σκέπες, κι οι κάτοικοι… οι κάτοικοι φορούσανε λευκούς μανδύες. Μόνο ένας γέροντας, ο άρχοντας θα ’ταν του χωριού, στα κόκκινα του αίματος ήταν ντυμένος.
Παρέμεινε για ώρα να τους κοιτά αποσβολωμένος. Αυτά που τώρα έβλεπε ξεπερνούσαν την κάθε του φαντασία. «Αδύνατον», σκεφτότανε. «Αδύνατον!» «Γιατί αδύνατον;» τον ρώτησε ο γέροντας, που προφανώς τις σκέψεις του μπορούσε να διαβάσει. Πέτρωσε ο Γιάννης. Λέξη απ’ τα χείλη του, δεν άκουσε για ώρα πολλή, κανείς να βγαίνει.
Κάθισε στο πεζούλι μιας κρήνης, φανερά στις σκέψεις του χαμένος. Οι ντόπιοι αφού κατάλαβαν ότι μέχρι να συνέλθει απ’ το σοκ, δε θα μιλούσε, συνέχισαν με τις δουλειές τους. Μόνο ο γέροντας κάθισε κάπου κοντά, κι άρχισε να παίζει στον αυλό κάτι σκοπούς ωραίους κι άγνωστους, στο χρόνο ξεχασμένους. Ο Γιάννης τον άκουγε, με κλειστά τα μάτια, σιωπηλός, και η ψυχή του πήρε να γαληνεύει. Όταν τελικά άνοιξε τα μάτια, ο γέροντας δεν ήτανε εκεί, αλλά η μουσική μέσα στο κεφάλι του ακόμη αντηχούσε.
Σηκώθηκε και άρχισε να τριγυρνάει στο χωριό. Περπατούσε, κοιτούσε, τα ’χανε, συνέχιζε. Οι ντόπιοι τον έβλεπαν κι απλά χαμογελούσαν. Τα κορίτσια του έριχναν πονηρές ματιές, οι νιοι του επέστρεφαν λαμπερό ένα βλέμμα. Μεγαλύτερο απ’ ό,τι περίμενε αποδείχτηκε το Φάντασμα. Περπατούσε, περπατούσε, κι αυτό δεν είχε τελειωμό. Κι οι άνθρωποι, αμέτρητοι, μέλη ενεργά σε μια αλλοτινή μεγάλη πολιτεία.
Το βράδυ τον βρήκε νηστικό σε μια μικρή πλατεία. Δεν ήξερε που να πάει, δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να σκοτώσει την πείνα του, που να ξαπλώσει για να ξαποστάσει το κορμί του. Καθώς τα σκεφτόταν όλ’ αυτά εμφανίστηκε δίπλα του ο γέροντας με τον κόκκινο μανδύα, και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Έτσι και έκανε. Σε λίγο βρέθηκε σ’ ένα τεράστιο κτήριο, ένα λιτό παλάτι. Ο οικοδεσπότης τον οδήγησε σ’ ένα παράξενο δωμάτιο, όπου όλα έμοιαζαν με μια οφθαλμαπάτη. Με μεγάλα αρχαία αγάλματα ήτανε στολισμένο, και υφάσματα πολύχρωμα το ζώναν όλο. Κόρες πανέμορφες, ωσάν θεές και νέοι μ’ αγαλμάτινα κορμιά κάθονταν γύρω από ’να τεράστιο μαρμάρινο τραπέζι, στο οποίο υπήρχαν τα πιο παράξενα φαγιά που είχε ποτέ αντικρίσει ανθρώπου μάτι. Ο γέροντας κι ο ξένος ο άφωνος, κάθισαν ο κάθε ένας στη μια άκρη, με τα νιάτα να τους περιτριγυρίζουν.
«Μπορείς να φας», είπε ο σοφός στο μαρμαρωμένο Γιάννη και όλοι ξέσπασαν στα γέλια. Γέλασε και κείνος, δεν μπορούσε να κάνει άλλωστε αλλιώς, αφού η κατάστασή του ήταν όντως αστεία.
Λίγο λίγο, με το φαγητό, το άφθονο κρασί και τα πολλά τα γέλια, άρχισε να λύνεται κι η γλώσσα. Κυρίως μιλούσε με το γέροντα, ή μάλλον προς το γέροντα, λέγοντάς του για τις περιπέτειές του, για τις γνώσεις που είχε αποκτήσει, για τους κίνδυνους που είχε διατρέξει, για την ιερή τρέλα που από μικρό τον είχε καταλάβει και δεν τον άφηνε να ησυχάσει ούτε στιγμή. Ο γέροντας τον άκουγε προσεκτικά, του έκανε ερωτήσεις και κάποια πνευματώδη σχόλια. Τον συμπάθησε ο Γιάννης. «Επιτέλους, γνώρισα ένα σοφό», σκεφτόταν. «Όλοι είναι σοφοί, απλά δεν το ξέρουν», του είπε εκείνος μες στη σκέψη του. «Με τρομάζεις!» είπε σιωπηλά ο Γιάννης. «Το ξέρω», ήρθε η απάντηση. Γέλασαν κι οι δύο.
Ο ξένος πήρε να κοιτάζει ένα ένα τους συνδαιτυμόνες. Το βλέμμα του στάθηκε σε μια κατάξανθη νέα, που είχε φωτεινό το πρόσωπο, τα μάτια γαλανά και εκτυφλωτικά λευκό το δέρμα. «Είναι η κόρη μου», άκουσε τη φωνή του γέροντα μέσα του να κουδουνίζει. Χαμογέλασε. Της χαμογέλασε.
Όταν τέλειωσε το δείπνο βγήκαν όλοι έξω στον κήπο και, κρατώντας από μια κούπα με δροσερό γλυκόπιοτο κρασί, άρχισαν στις ομορφιές που τους έζωναν να σεργιανάνε. Ο Γιάννης βρέθηκε να περπατά δίπλα στη θεσπέσια κόρη. «Είναι όνειρο. Αποκλείεται να συμβαίνουν όλ’ αυτά. Ζω μέσα σ’ ένα όνειρο», σκεφτόταν. Κι όμως, δεν ήταν όνειρο. Βρισκόταν σ’ ένα χωριό στην κορυφή του κόσμου, μόλις πριν λίγο απόλαυσε θεϊκό ένα δείπνο, και τώρα, και τώρα τριγυρνά σ’ ένα παραμυθένιο κήπο, έχοντας σα σιωπηλή συντροφιά μια όμορφη γυναίκα που μοιάζει σα νεράιδα, σαν οπτασία. «Πρέπει να της μιλήσω».
Της μίλησε. Το όνομά της είναι Κλειώ, αλλά κάποιοι τη φωνάζουν Μάγια. «Μια Μούσα», σκέφτηκε. Ναι, με Μούσα μοιάζει. Θα μπορούσε να γίνει η Μούσα κάθε ποιητή, κάθε ζωγράφου, κάθε γλύπτη, κάθε τραγουδιστή.
Καθώς ήταν μαζί της ο Γιάννης, ένιωθε το γύρω κόσμο του να σβήνει. Όλες οι φωνές χάθηκαν, οι ήχοι όλοι έσβησαν, ακόμη κι οι εικόνες ομορφιάς που έβλεπε δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση του χρώματος των ματιών της, που τώρα έμοιαζαν πράσινα. Έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου. Εγκατέλειψε το σώμα του η ψυχή και περιπλανήθηκε σε άλλους κόσμους, κόσμους πολύ όμορφους για να ’ναι αληθινοί. Κάποια στιγμή ένιωσε το χέρι της να χαϊδεύει το δικό του και, ξύπνησε. Είχε ξημερώσει, κι αυτός καθόταν στις όχθες μιας πανέμορφης λίμνης, δίπλα στην Κλειώ. Στην Κλειώ, που δεν ήταν όνειρο, αλλά απτή πραγματικότητα. Τον είχε αγγίξει. Και τώρα, τον άγγιζε ξανά καθώς σηκωνόταν. Τον έπαιρνε απ’ το χέρι για να τον οδηγήσει πίσω στο παλάτι. Για να τον βάλει να κοιμηθεί κανονικά, να ξεκουραστεί. Αρκετές συγκινήσεις γνώρισε σε μία και μόνο μέρα.

Ο Γιάννης έζησε για πολύ καιρό σ’ εκείνο το παράξενο χωριό, μέσα σ’ εκείνο το παράξενο παλάτι, το βγαλμένο απ’ το χθες. Η ζωή του ολόκληρη είχε αλλάξει, το χθες του έμοιαζε να έχει ξεχαστεί για πάντα. Αλλά, που και που, κάποιες ξάστερες νυχτιές θυμόταν τα παλιά. Τα ατέλειωτα ταξίδια του, τις περιπέτειες που πάντα τον έφερναν πολύ κοντά στο θάνατο για να τον οδηγήσουν και πάλι στη ζωή. Σκεφτόταν αυτά που έχασε ή, που μάλλον εγκατέλειψε, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε πλούσιος, πλούσιος σε εμπειρίες και συγκινήσεις, και τυχερός γιατί πίστευε ότι εκείνα που ζούσε εκεί που βρισκόταν, δεν τα έζησε ξανά ποτέ κανείς θνητός, τουλάχιστον κανείς κοινός θνητός. Το βουνό, το χωριό, τους ανθρώπους, τους περιέβαλε μια μαγική αύρα, μια αύρα απ’ το χθες, μια αύρα από ένα άλλο κόσμο. Όσο πιο πολύ παρατηρούσε τους κατοίκους τόσο και μεγάλωνε το μυστήριό τους. «Κάτι κρύβουν. Κάτι μου κρύβουν» σκεφτόταν, αλλά δε ρωτούσε. Ήθελε να μάθει μοναχός τις απαντήσεις, ν’ ανακαλύψει ο ίδιος τα μυστικά. Και ο καιρός συνέχισε να περνά σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, μέχρι που ο Γιάννης βρέθηκε παντρεμένος με την Κλειώ. Πότε έγινε αυτό; Όταν το σκέφτεται η εικόνα που έρχεται στο μυαλό του είναι θολή. Βλέπει ένα μαρμάρινο ναό, το γέροντα του χωριού με τον κόκκινο μανδύα να στέκεται μπροστά από ένα θυσιαστήριο και να αποτίνει τιμές σε κάποιους άγνωστους θεούς, λευκοντυμένες κόρες και ημίγυμνους νέους να τραγουδάνε με μια φωνή ύμνους σε μια άγνωστη γλώσσα. Θυμάται, τη μεγάλη γιορτή που ακολούθησε, τα τραγούδια, τους χορούς και το φαγοπότι, που μοιάζαν να κρατήσαν για πολλές μέρες. Μετά θυμάται τη γέννηση των παιδιών του. Μιας κόρης και ενός γιου, που έχουν πια μεγαλώσει. Αλήθεια, πότε έγιναν όλ’ αυτά;
Τα είχε χαμένα ο Γιάννης, αλλά ρουφούσε άπληστα τους χυμούς της ζωής που του προσφέρονταν. Ποιος δε θα ήθελε να είναι στη θέση του; Ήταν παντρεμένος με μια πλούσια και όμορφη γυναίκα, που έμοιαζε να μην την αγγίζει ο χρόνος. Έγινε ο πατέρας δύο εξαιρετικών παιδιών. Ήταν ένας άρχοντας δημιούργημα της τύχης!

Κι όμως, κάτι του λείπει. Κάτι του λείπει και τον πληγώνει. Απλά δεν μπορεί να θυμηθεί τι είναι αυτό. Παρόλη την αγάπη και τη φροντίδα της γυναίκας του, το κενό μέσα του μεγαλώνει, βουλιάζει όλο και περισσότερο στη σιωπή και τη θλίψη. Μέχρι που μια βραδιά μ’ ολόγιομο φεγγάρι, τα πράγματα αλλάζουν. Θυμάται! Θυμάται γιατί πήγε εκεί. Θυμάται ποιος ήταν. Θυμάται πως έφτασε εκεί. Τι έψαχνε να βρει. Το πνεύμα της περιπέτειας ξυπνά και πάλι μέσα του.
Πηγαίνει να βρει γέροντα του χωριού. «Αλήθεια, γιατί μόνο αυτός είναι γέρος;» αναρωτιέται. Εκείνος του λέει ότι τον περίμενε. «Ξέρω γιατί ήρθες εδώ. Σου ξύπνησε η μνήμη! Αλλά, εκείνο που θες να μου ζητήσεις, δεν μπορεί να γίνει. Δεν είσαι έτοιμος ακόμη για να κατέβεις το μυστικό ποτάμι.» «Το μυστικό ποτάμι! Ναι, γι’ αυτό ήρθα εδώ. Τώρα, τα θυμάμαι όλα. Κι όταν λες ότι δεν είμαι ακόμη έτοιμος να το κατέβω σε πιστεύω. Αλλά, δε μου λες άρχοντα, πότε θα είμαι έτοιμος; Κι αλήθεια ποιο είναι το όνομά σου; Και γιατί είσαι ο μόνος γέροντας σε όλο το χωριό;»
Ο γέροντας έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός, έμοιαζε να σκέφτεται, αλλά στα μάτια σπινθήριζε παιχνιδιάρικο το βλέμμα. «Κάποια πράγματα είναι καλύτερα να μην τα ξέρει κανείς απ’ τους απέξω, αλλά εσένα θα στα πω, αφού είμαι σίγουρος ότι θα κρατήσεις τα κρυφά κρυμμένα. Έχω πολλά ονόματα, έτσι μάλλον θάταν μάταιο να με αποκαλείς με κάποιο συγκεκριμένο. Άλλοι με λένε Άρχοντα, κάποιοι άλλοι Γέροντα ή Πατέρα, κι οι πιο μεγάλοι Παλαιό των Ημερών. Διάλεξε και πάρε. Για μένα το ίδιο κάνει. Όσο για το γιατί είμαι ο μόνος γέροντας εδώ, απλά κοίταξε γύρω σου, κανείς εδώ δε γερνάει. Όταν ήρθα να κατοικήσω σ’ αυτό το βουνό, ήμουνα όπως με βλέπεις τώρα. Ήρθα με τη γυναίκα μου, αλλά εκείνη, κάποια στιγμή αποφάσισε να πεθάνει. Όλοι οι κάτοικοι είναι τα παιδιά και τα δισέγγονά μου. Όσοι γεννιούνται εδώ, φτάνουν μέχρι κάποια ηλικία, αλλά ποτέ δε γερνάνε. Ωστόσο πεθαίνουν. Όταν το θελήσουν πεθαίνουν. Το πώς δε θα σου το πω και μη ρωτήσεις κανένα άλλο, γιατί δε θα σου απαντήσει. Όσο για το πότε θα είσαι έτοιμος να κατέβεις εκείνο το ποτάμι θα στο πω εγώ, αλλά θα το καταλάβεις και μόνος, αφού μόνο όταν φτάσει η ώρα θα μπορέσεις να το ανακαλύψεις. Φύγε τώρα, πήγαινε στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου, που σε περιμένουν».
Υπάκουσε ο Γιάννης. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, άλλωστε. Το μόνο, που αντί να του γαληνέψει η ψυχή, πήρε πιότερο να γίνεται ανήσυχη. Χίλια γιατί τον βασανίζαν, κι ήταν σίγουρος ότι όσο κι αν ρωτούσε, όσο κι αν προσπαθούσε δε θα μπορούσε να βρει τις απαντήσεις.
Για πολύ καιρό αφέθηκε και πάλι στην ευδαιμονία. Τα παιδιά του παντρεύτηκαν κι απόκτησαν τα δικά τους παιδιά, η γυναίκα του ήταν πιο ωραία από ποτέ, το τραγούδι της γλυκό σαν της λησμονιάς. Κι όμως, που και που, εξακολουθούσε να σκέφτεται την παλιά του ζωή, αυτά που άφησε κι εκείνα που δε γνώρισε. «Ζω στον παράδεισο, κι όμως ούτε κι αυτός δεν είναι αρκετός για μένα. Δε θα σβήσει, λοιπόν, ποτέ η δίψα μου!»
Μιλούσε στην Κλειώ για τις έγνοιες του, κι εκείνη τον χάιδευε σα μικρό παιδί και τον παρηγορούσε. «Θα συνεχίσεις το ταξίδι, μην ανησυχείς. Θα το συνεχίσεις όταν έρθει η ώρα…».
Το να συνεχίσει το ταξίδι, το να διασχίσει το μυστικό ποτάμι. Αυτοί ήταν πια οι μοναδικοί στόχοι της ζωής του.
Κάποια νύχτα είδε ένα παράξενο όνειρο. Μια σκηνή απ’ την παλιά ζωή του. Καθόταν σ’ ένα κλειστό δωμάτιο και διάβαζε ένα βιβλίο μικρό, για το μέρος που βρισκόταν. Διάβαζε για τα θαύματα που καθημερινά ζούσε, αλλά και για τα μυστικά τα φοβερά του βουνού εκείνου. Σ’ ένα σημείο γινότανε αναφορά και στο κρυφό ποτάμι, το οποίο «μόνο οι νεκροί μπορούν να το διασχίσουν.» Ξύπνησε τρομαγμένος.
Λίγο πριν το μεσημέρι βρέθηκε στις πράσινες όχθες της λίμνης, να κάθεται μονάχος και σκεφτικός. Κοιτούσε τα ήσυχα νερά κι αναπολούσε το παράξενο όνειρο. «Τι ήθελε να μου πει;» αναρωτιόταν. Πίστευε ότι τα όνειρα πάντα κάποιο μήνυμα έχουνε να σου μεταφέρουν, αλλά, ποιο ήταν εκείνο που θα προέκυπτε απ’ το συγκεκριμένο, δεν μπόρεσε να καταλάβει. Μετά από καμπόση ώρα σηκώθηκε, έτοιμος να πάρει το δρόμο για το σπίτι, και τότε, είδε! Είδε την αντανάκλαση του πρόσωπού του στο νερό και τρόμαξε. Ήταν γέρος! Στην αρχή δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που έβλεπε, αλλά αφού το ψαχούλεψε για λίγο, και πείστηκε ότι η μορφή που έβλεπε ήταν όντως η δική του, το πήρε απόφαση, και λες και ξύπνησε απόνα όνειρο, στο οποίο ήταν για χρόνια παραδομένος. Όλα όσα έζησε εκεί, πέρασαν με μιας σαν αστραπή μέσα απ’ το μυαλό του. Όλα είχαν τη λογική τους: Η γυναίκα του που έμενε νέα, τα παιδιά του και τα εγγόνια του, τα λόγια του γέροντα σοφού… «Όσοι γεννιούνται εδώ δε γερνάνε», του είπε. Ναι, εκείνοι δε γερνάνε, αλλά αυτός γέρασε μια και δε γεννήθηκε εκεί. Το καθετί ή σχεδόν το καθετί είχε την εξήγησή του. Κοίταξε γύρω του. Στην απέναντι όχθη της λίμνης αντίκρισε το στόμιο μιας σπηλιάς, που τόσα και τόσα χρόνια που βρίσκονταν εκεί, δεν είχε ποτέ προσέξει. Χαμογέλασε!
«Γέροντα, ήρθε η ώρα!» ξεφώνησε, με το που μπήκε στο παλάτι. Ο γέροντας του χαμογέλασε: «Έχεις δίκιο, παιδί μου! Άιντε, πήγαινε στην οικογένειά σου κι απόψε θα οργανώσουμε γιορτή μεγάλη. Τη γιορτή του αποχαιρετισμού σου!»
Το πιο θεσπέσιο κρασί έρεε άφθονο εκείνη τη νύχτα και τα πιο εκλεκτά φαγιά πλημμύριζαν τα μαρμάρινα τραπέζια. Τραγούδια γλυκά κι ονειρικά, ειπωμένα από θεϊκές φωνές ξεχύνονταν στην πλάση, που ολόκληρη κι αυτή έμοιαζε να γιορτάζει. Ο Γιάννης αγκαλιά με την όμορφή του την Κλειώ, κι έχοντας γύρω του παιδιά κι εγγόνια, ζούσε εκείνη που δίχως δισταγμό θα ονόμαζε σαν, «την πιο όμορφη νύχτα της ζωής μου». Θεοί κι άνθρωποι σύμπραξαν για να τονε τιμήσουν.
Η γιορτή κράτησε ως την αυγή. Σαν πήρε να χαράζει, όλοι οι κάτοικοι του χωριού τον πλησίασαν, ο ένας μετά τον άλλο για να τον αποχαιρετήσουν, με γλυκά χαμόγελα κι ευχές για το μακρινό ταξίδι. Ο γέροντας και η Κλειώ, κι η οικογένειά του όλη, περπάτησαν μαζί του ως τις όχθες της λίμνης. Τους αποχαιρέτισε με αγκαλιές, φιλιά και γλυκό ένα δάκρυ. Η Κλειώ του έδωσε ένα χρυσό φλουρί. «Θα το χρειαστείς», του είπε. Ο Γιάννης βούτηξε στα ήσυχα νερά και άρχισε προς την σπηλιά να κολυμπάει.
Δεν του πήρε ώρα πολύ για να φτάσει στον προορισμό του. Ένα παράξενο ημίφως επικρατούσε στο εσωτερικό της, όσο όμως κι αν προχωρούσε προς τα βάθη της, αυτό δεν φαίνονταν να λιγοστεύει ούτε στιγμή. Άλλοτε περπατώντας άνετα και άλλοτε σκυφτός, κι ακόμη μερικές φορές έρποντας, όλο και πλησίαζε προς το μυστικό ποτάμι. Τώρα, μπορούσε ν’ ακούσει τα νερά. Κάποτε έφτασε εκεί για να αντικρίσει, με μεγάλη έκπληξη, ένα βαρκάρη να τον περιμένει. Τον χαιρέτισε, αλλά εκείνος δεν απάντησε, μονάχα του έκανε νόημα να μπει στη βάρκα. Μπήκε, λοιπόν, και άρχισε το ταξίδι. Ο βαρκάρης κωπηλατούσε σταθερά κι αβίαστα και δίχως κόπο, αν και έδειχνε πολύ γέρος. Ωστόσο δε μιλούσε. Μέχρι που ακούστηκαν νερά να πέφτουν από ψηλά, σα βίαιος καταρράκτης. Μονάχα τότε γύρισε προς το Γιάννη και του ζήτησε το φλουρί. Εκείνος του το έδωσε χαμογελώντας, λέγοντας την ίδια ώρα: «Κάποιος μου είπε, κάποτε, ότι κανείς δε βγήκε ζωντανός, μέσα από τούτο το ποτάμι…». «Σου είπε την αλήθεια», απάντησε ο βαρκάρης, και σε μια στιγμή η βάρκα βρέθηκε να κάνει βουτιά σ’ ένα υδάτινο χάος.